περιβάλλον και πολιτική

Posts Tagged ‘πόλις

Περί ύψους και βάθους ή για την ποιότητα ζωής, του Ι. Ροηλίδη

leave a comment »

δημοσιευμένο στη ΝΕΑ Προοδευτική ΕΥΒΟΙΑ, Φ. 990, Μ. Παρασκευή 14/4/2023 (ολόκληρη η εφημερίδα σε pdf)

LEAVING CALIFORNIA: The Untold Story

leave a comment »

Ένα ντοκιμαντέρ για την Καλιφόρνια που όπως αναφέρεται και στην πιο κάτω συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ, μας ενδιαφέρει γιατί «αν η Καλιφόρνια αποτύχει, τότε οι ΗΠΑ θα αποτύχουν»

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον δημιουργό του ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ ολόκληρο αλλά χωρίς ελληνικούς υπότιτλους από το Rumble, στην συνέχεια.

John and Ken talked to Siyamak Khorrami about his new documentary LEAVING CALIFORNIA: The Untold Story. Listen to the interview below! (Apr. 2023)

California Insider Podcast/TV Host Siyamak Khorrami explores the unprecedented mass exodus of California and its root cause in his new documentary, LEAVING CALIFORNIA: The Untold Story, an Epoch Original production. In the 70-minute feature-length film that premieres tomorrow, April 21 on LeavingCAmovie.com, Khorrami takes viewers on an intimate journey of love, loss, tragedy and hope as residents face the prospect of leaving their beloved state. As a regular guest of the show, California Policy Center President and award-winning Journalist Will Swaim says, “California’s bad ideas go national really fast. And if California fails, the United States fail.” This cautionary tale highlights crime, education, business environment, cost of living, environmental legislation and homelessness that are trending beyond California.

“I have the opportunity to reach as many people possible about the true hardships in our state,” says Khorrami. “While their stories are frustrating and heartbreaking, it’s inspiring to witness the tenacity and will of the people who are surviving despite their circumstances. Hopefully others, after seeing this film, will be equally inspired to act and make change.”



Για το ντοκιμαντέρ από το https://www.theepochtimes.com/leaving-california-the-untold-story-documentary

“Leaving California: The Untold Story” is a feature-length documentary that portrays the growing challenges of living in California, causing an unprecedented mass exodus. Siyamak Khorrami, television host of California Insider and editor of The Epoch Times Southern California, takes viewers on an intimate journey of love, loss, tragedy, and hope as California residents face the prospect of leaving their beloved state. About 700,000 people moved out of the state within the last two years.

Khorrami provides a unique and personal lens as he explores such issues as crime, education, housing, cost of living, wildfire, homelessness, and more. Having left his home in Iran with his family when he was 16 years old to live in Mexico City for two years, Khorrami was drawn to the freedom, opportunity and beauty of the Golden State. He got his degree in Finance at the University of San Diego and was promptly recruited to help build a contract research company in China. However, as he experienced the culture of business under the Chinese Communist Party he decided to come back to California where his entrepreneurial spirit was embraced and allowed to thrive. Unfortunately, the state began to change.

As Khorrami talks with several notable Californians including Former Democratic Majority Leader of the California State Senate Gloria Romero, former Sheriff Alex Villanueva, former San Francisco County Supervisor Tony Hall, former mayor of Costa Mesa Jim Righeimer, author and Officer Deon Joseph, Director of Race and Equity, The Utility Reform Network (TURN) Gabriela Sandoval, Pulitzer Prize winning-journalist Rick Reiff, famous historian and professor Dr. Victor Davis Hanson, he pulls back the curtain on trends and policies being imposed on the state.

Written by dds2

3 Μαΐου, 2023 at 11:29 πμ

Αστικό Πράσινο: μια τραγωδία

2 Σχόλια

ΔΔΣ (12/4/22): Ξαφνικά ασχολούνται πολλοί με το θέμα γιατί απλά τσακίζονται παντού τα δέντρα σε όλη την επικράτεια.


Πάσχα 2022. Σταυρωμένα δέντρα στο κέντρο της Χαλκίδας

Τετάρτη 4 Μάη συγκέντρωση έξω από το δημαρχείο, στην πλατεία Κοτζιά, στις 3μιση η ώρα !

Να είμαστε όλοι και όλες εκεί, να υπερασπιστούμε το πράσινο της πόλης μας και τους δημόσιους χώρους μας

Εδώ το λινκ και από το κάλεσμα που ανέβασε η ομάδα για την υπεράσπιση του Λόφου https://lofosstrefi.noblogs.org/?p=355

Ψήφισμα σε γνωστή διαδικτυακή πλατφόρμα για το ίδιο θέμα:

https://secure.avaaz.org/community_petitions/en/upourgeio_periballontos_kai_klimatikes_allages_uperaspise_ton_astikon_dentron/?fbclid=IwAR3sdfB1iuDixkREPZmzxcZixf8kd5SOec4gBePsIwxTXAmfcXipNVSjzu0

ΑΝΙΜΑ – Σύλλογος Προστασίας και Περίθαλψης Άγριας Ζωής

Τριάντα οργανώσεις και φορείς (για την ώρα) υπογράφουμε το παρακάτω κείμενο, και δεν θα μείνουμε σε αυτό:

Να σταματήσει η καταστροφή των αστικών δέντρων!

ολόκληρο στο https://www.facebook.com/anima.gr/posts/7296472560425924

———-

Ilia Iatroo, 8 Απριλίου 22, από το https://www.facebook.com/groups/vyronas/permalink/10158466820977127/

Τα τελευταία χρόνια πολλοί δήμοι (και ο δικός μας) επιλέγουν το βαθύ κλάδεμα ή καρατόμηση (tree topping) των δέντρων. Η τεχνική αυτή επιλέγεται για να αποφεύγεται το συχνό κλάδεμα που επιβαρύνει οικονομικά τον δήμο. Η τεχνική, προκαλεί μείωση, κατά 50-100%, του πράσινου φυλλώματος του δέντρου που είναι η παραγωγική του βιομηχανία. Με λιγότερα φύλλα, το δέντρο λιμοκτονεί, γιατί δεν μπορεί να παράγει την τροφή που του χρειάζεται, κι εμείς ασφυκτιούμε, γιατί δεν παράγεται αρκετό οξυγόνο.

Προσπαθώντας να επιβιώσει, το δέντρο αντλεί από τα αποθέματά του και δημιουργεί πολλούς νέους βλαστούς, οι οποίοι όμως είναι πιο αδύναμοι και δεν αντέχουν στον αέρα ή το χιόνι. Μάλιστα το δέντρο παρουσιάζει μεγαλύτερη αντίσταση στον άνεμο, επειδή οι νέοι βλαστοί είναι πυκνότεροι. Συνάμα, οι μεγάλες τομές επιτρέπουν την είσοδο παθογόνων μικροοργανισμών ή εντόμων τη στιγμή ακριβώς που το δέντρο αδυνατεί να αντιδράσει, γιατί δεν έχει ενέργεια (αφού του λείπουν τα φύλλα). Συνεπώς, το δέντρο μετά από την καρατόμηση μένει πιο αδύναμο, ασταθές και ευάλωτο σε φυτασθένειες. Αυτός ο τρόπος κλαδέματος είναι επιστημονικά λανθασμένος και στερεί από τις πόλεις μας απαραίτητο οξυγόνο, σκιά και θερμορύθμιση.

Οι υπηρεσίες πρασίνου συνήθως ανατίθενται σε εργολάβους έναντι αμοιβής. Οι εργολάβοι έχουν συμφέρον να κάνουν όσο το δυνατόν βαθύτερο κλάδεμα, καθώς πουλούν την κομμένη ξυλεία για καύσιμο (pellets) ή άλλες χρήσεις. Οι εργασίες κατά κανόνα γίνονται χωρίς την παρουσία γεωπόνου, ενώ τα κοπτικά εργαλεία δεν απολυμαίνονται, με αποτέλεσμα τη μεταφορά φυτονόσων από δέντρο σε δέντρο. Ως αποτέλεσμα τα δέντρα αρρωσταίνουν και πεθαίνουν πριν την ώρα τους.

Έτσι λοιπόν, για το χρήμα στερούμαστε τη δροσιά και την ομορφιά. Ο αέρας που αναπνέουμε γίνεται χειρότερος, οι πόλεις μας πιο ζεστές και δεν υπάρχει μια γωνιά με ίσκιο να ξαποστάσει ένας άνθρωπος.

Πηγές
Σύμφωνα με τον αείμνηστο Καθηγητή της Δασολογίας Σπύρο Ντάφη (2001) «το κλάδεμα αποτελεί μια διαδικασία που ενδέχεται να μειώσει την ευρωστία του δένδρου. Αυτός είναι ο λόγος που επιβάλλεται να εφαρμόζεται από εκπαιδευμένο προσωπικό, με την ενσυναίσθηση της σοβαρότητας που φέρει η συγκεκριμένη επέμβαση στο δένδρο»: https://dasarxeio.com/2018/02/16/53021/

Γιατί είναι βλαπτική η καρατόμηση: https://dasarxeio.com/2019/04/13/66748/

«Τα ‘καρατομημένα’ δέντρα είναι επιρρεπή στο σπάσιμο και μπορεί να γίνουν επικίνδυνα. Επειδή η ‘καρατόμηση’ δεν είναι αποδεκτή δενδροκομική πρακτική, φθορές ή τραυματισμοί από καρατομημένα δέντρα επισύρουν ποινικές ευθύνες και μπορεί να θεωρηθούν αμέλεια (στα αγγλικά): https://www.limbwalking.com/learning…/topping-hurts-trees/

Σύγκριση κανονικού και βαθέος κλαδέματος, με εικόνα (αγγλικά): https://www2.illinois.gov/…/Documents/Tree%20Topping.pdf

Η χρήση προστατευτικής πάστας στις τομές, δεν ωφελεί το φυτό (αγγλικά): https://www.lawnstarter.com/…/tree-pruning-sealer-bad…/

———-

ΔΔΣ (22/3/22): το θέμα του αστικού πράσινου -και κυρίως των δέντρων- εμένα με ενδιαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχω ασχοληθεί μαζί του επανειλημμένως, μίλησα για αυτό το καλοκαίρι (Δέντρα, Πράσινο και Αστικό Περιβάλλον) και το πιο τελευταίο σχετικό άρθρο μου ήταν το Εισαγωγή του 2021 στο «Η τραγωδία του χριστουγεννιάτικου δέντρου».

ΕΟΣ Χαλκίδας: Για όποιον έχει όρεξη να διαβάσει αναλυτικά για την αναγκαιότητα του πράσινου στο αστικό περιβάλλον. Οι εικόνες είναι από την Αθήνα αλλά τις ίδιες ακριβώς πρακτικές χρησιμοποιούν και στον Δήμο μας (Χαλκίδας) διαχρονικά (από το https://www.facebook.com/groups/eoschalkidas/posts/10160965377742323/).

Έγινε αναφορά και παρουσίαση στο θέμα, το καλοκαίρι του 2021, στο 1ο περιβαλλοντικό φεστιβάλ στην Χαλκίδα, που έγινε από την Εταιρεία Περιβάλλοντος Κύμης, τον ΕΟΣ Χαλκίδας κα. Γενικότερα την 2η ημέρα του Περ/κού Φεστιβάλ το ζήτημα αυτό ήταν κυρίαρχο: Περιβαλλοντικό Φεστιβάλ Χαλκίδας: 2η Ημέρα – (οι παρουσιάσεις & έγγραφα από το Φεστιβάλ)

Ακολουθεί μια παρουσίαση του ίδιου θέματος από το Παρατηρητήριο Αστικού Πρασίνου, στις 19 Μαρτίου 2022.

Σαββατοκύριακο, όμως η βόλτα στην πόλη μοιάζει με εφιάλτη.

Στην χώρα που δίνονται δισεκατομμύρια ευρώ κρατικού χρήματος για κατασκευή γηπέδων, εμπορικών κέντρων και συνεχείς αναπλάσεις επί αναπλάσεων οι εικόνες αυτές στους δρόμους της Αθήνας και όλων των ελληνικών πόλεων ανεξαιρέτως είναι ντροπιαστικές.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ και ΜΟΝΟ είναι οι λόγοι για αυτές τις θλιβερές εικόνες. Από την εύκολη λύση των φθηνών ανειδίκευτων συνεργείων μέχρι την εκμετάλλευση της ξυλείας και την εσκεμμένη καταστροφή των δέντρων για την αναπόφευκτη κοστοβόρα αντικατάσταση τους… όλα συνθέτουν ένα εφιαλτικό σκηνικό και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως διεθνείς παραγωγές χρησιμοποιούν την Αθήνα ως δυστοπικό ντεκόρ για γυρίσματα ταινιών θρίλερ.

Τα δελτία τύπου για τη μεταφύτευση κάποιων ΄δέντρων από εργοτάξιο του μετρό ή η δημιουργία κάποιων δήθεν πόκετ πάρκς» θα ήταν αστεία εάν δεν ήταν εξοργιστικά.


Για όσους/ες από τις πιο κάτω ανσαφορές και υπερδεσμούς δεν υπάρχει λειτουργικότητα, επιστρέψτε στο fb για να τα δείτε.


«Κλαδεύουμε έτσι τα δένδρα λόγω έλλειψης πόρων»

Η «καρατόμηση» των δένδρων στην πόλη, ζημιώνει αντί να

ωφελεί!

Ο Δημήτρης Αποστόλου και ο καθηγητής Δασολογίας του ΑΠΘ, Χάρης Ζάγκας για το κλάδεμα των αστικών δέντρων.

ηχητικό

Το Εδαφοβελτιωτικό Από Τα Απόβλητα Του Δήμου 3Β Βγήκε Στην Αγορά

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΕΛΛΕΤΣ ΑΠΟ ΚΛΑΔΙΑ

το video των 300.000 views !!!

Τα 8 πάρκα τσέπης του δήμου Αθηναίων ΔΕΝ είναι νέοι χώροι πρασίνου.

Γυρίσματα ταινιών θρίλερ στην Αθήνα

Έρευνα – Η έλλειψη αστικού πρασίνου οδηγεί σε πρόωρους θανάτους – Η Αθήνα στις πόλεις με το μεγαλύτερο πρόβλημα

Αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο: ουραγός η Αθήνα

http://kalyterizoi.gr/…/analogia-prasinoy-ana-katoiko…

Climate Change Is Turning Cities Into Ovens

https://www.wired.com/…/climate-change-is-turning…/

What Technology Could Reduce Heat Deaths? Trees.

Οι πόλεις θα γίνουν σαν «φούρνοι» – Δυστοπικό σενάριο για το 2100 από επιστημονική μελέτη

https://www.lifo.gr/…/oi-poleis-tha-ginoyn-san-foyrnoi…

Top and bottom 10 metropolitan areas by share of green area per person

https://read.oecd-ilibrary.org/…/oecd-factbook-2014…

Green space and mortality in European cities: a health impact assessment study

https://www.thelancet.com/…/PIIS2542-5196(21…/fulltext

Εισαγωγή του 2021 στο «Η τραγωδία του χριστουγεννιάτικου δέντρου»

2 Σχόλια

Μια εισαγωγή του 2021, στο “Η τραγωδία του χριστουγεννιάτικου δέντρου”

Δημοσιεύθηκε στην ΝΕΑ Προοδευτική ΕΥΒΟΙΑ της 31/12/2021

(το αρχικό άρθρο και πληροφορίες για αυτό μπορείτε να βρείτε στο «Η τραγωδία του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου«)

Κάθε χρόνο η ίδια κατάσταση, κάθε χρόνο η ίδια τραγωδία. Με το που έρχεται ο χειμώνας -και ενώ περιμένουμε με δήθεν χαρά και προσμονή τα Χριστούγεννα και το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο- αρχίζει η σφαγή, η καρατόμηση, η καταστροφή των λίγων μεγάλων δέντρων που έχει η άτυχη αυτή πόλη.

Βέβαια πρέπει να ομολογήσουμε ότι το φαινόμενο αυτό δεν είναι χαλκιδέϊκο και μόνο. Είναι πανελλαδικό. Παντού στην Ελλάδα ονομάζουν κλάδευση αυτό που στην πραγματικότητα είναι υλοτόμηση. Ονομάζουν φροντίδα του πράσινου τις ενέργειες της φερόμενης ως γεωπονικής υπηρεσίας του κάθε Δήμου (ο Θεός να την κάνει κάτι τέτοιο). Και αυτό που είναι εντελώς αντιεπιστημονικό, αντίθετο με την δενδροκομία, την γεωπονία, την προστασία του αστικού πράσινου, αντίθετο με τεχνικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται σε κανονισμούς που έχουν δημοσιευθεί και σε ΦΕΚ, επαναλαμβάνεται βάρβαρα, ανόητα, καταστροφικά, θανατηφόρα.

Για άλλη μια φορά το δημόσιο καλό μπαίνει μπροστά: “μην πέσει κανένα κλαδί”. Και δεν βλέπουν και δεν σκέφτονται ότι η φύση έχει πριν από εμάς προνοήσει, ότι όταν το δέντρο ακολουθεί το φυσικό του σχήμα κάνει λιγότερα και ισχυρότερα κλαδιά ενώ όταν αρχίσεις την “κλάδευση” στον αγώνα του για επιβίωση βγάζει πολλά μικρά και πιο αδύναμα κλαδιά1. Και έτσι πλέον δημιουργείται μία αέναη και ανούσια και απολύτως ανόητη φροντίδα ετήσιας κλάδευσης κλπ. Μόνο που εάν θέλεις να κάνεις κλάδευση πρέπει να χρησιμοποιήσεις χειρόπρίονο και όχι μηχανοκίνητο πριόνι. Κάθε κόψιμο σε ένα φυτό -και κυρίως στα μεγάλα ξυλώδη δέντρα- ανοίγει πληγές που μολύνονται, αφήνουν παθογόνα να εισέλθουν στο εσωτερικό του και αργά ή γρήγορα, μετά από μία συνεχώς υποβαθμιζόμενη ζωή (τόσο για το φυτό όσο και για τους κατοίκους των πόλεων) οδηγούμαστε στην αρρώστια και την τελική ξήρανση.

Από την πρόσφατη διπλή παρέμβαση στην πλατεία Αγ. Νικολάου: παρέμβαση αισθητική (χριστουγεννιάτικος διάκοσμος εάν δεν το καταλάβατε) και παρέμβαση δενδροκομική (ο κορμός ως κούτσουρο υψώνεται προς τον Ουρανό…)

Έχω γράψει άρθρα, έχω αλληλογραφήσει με αρμόδιες υπηρεσίες, το ίδιο και άλλοι άνθρωποι που βλέπουν το κακό αυτό και λυπούνται, θυμώνουν, προσπαθούν να κρατήσουν λίγο περισσότερο πράσινο στις πιο άδεντρες πόλεις του δυτικού κόσμου (φυσικά για τις ελληνικές ο λόγος με προεξάρχουσα την λαμπρή μας πρωτεύουσα). Το καλοκαίρι για το αστικό πράσινο έγινε παρουσίαση και εισήγηση στο 1ο Περιβαλλοντικό Φεστιβάλ Χαλκίδας2 (2-4 Αυγούστου, κάτω από το Κόκκινο Σπίτι). Όλοι οι εκλεγμένοι αυτοδιοικητικοί, αφού έκαναν μία περαντζάδα από την εκδήλωση, φρόντισαν όμως να λείπουν κατά την διάρκεια των σοβαρών εισηγήσεων: για το αστικό πράσινο, για το εξασθενές χρώμιο στο νερό, για τα αιολικά στα βουνά του νησιού…

Τα μεγάλα ζητήματα (συμπεριλαμβανομένης της ίδιας μας της ζωής), όπως τα θέματα του περιβάλλοντος, της ζωής στις πόλεις, του πολιτισμού, είναι πρώτα και κύρια ζητήματα πολιτικά. Ανήκουν κανονικώς εχόντων των πραγμάτων στους πολίτες. Και οι επαγγελματίες πολιτικοί υποχρεούνται να ασχολούνται επί της ουσίας με αυτά. Δηλώσεις, ψηφίσματα, επικλήσεις στην ασφάλεια (αλήθεια ποια ασφάλεια προκειμένου περί δένδρων) και επί της ουσίας κοροϊδία και ούτε καν συμμετοχή στις ουσιαστικές συζητήσεις, στην πραγματική γνώση και φυσικά στις καλοδουλεμένες και ειλικρινείς νομικές ενέργειες δεν οδηγούν πουθενά. Ή μάλλον οδηγούν: Σε ακόμη χειρότερο επίπεδο ζωής.

Και επειδή το θέμα έχει αυτές τις παράπλευρες ουσίες, γιαυτό (για τους ψαγμένους) η αρχή του κειμένου παραπέμπει σε ένα μεγάλο πολιτικό κείμενο του 19ου αι3. Αυτό γίνεται για λόγους πιο πολύ λογοτεχνικούς και δευτερευόντως πολιτικούς, αλλά όντως ένα φάντασμα πλανιέται πάντοτε πάνω από την ζωή μας, τον πολιτισμό μας, την φύση κ.ο.κ. Δυστυχώς αυτό το φάντασμα υπήρχε και υπάρχει γιατί οι “πολλοί” συνήθως κοιτάζουν την ζωούλα τους, την διασκέδασή του, τον τελευταίο καιρό την υγεία τους (ιδίως το δημόσιο κομμάτι αυτής)…

Αλήθεια για ποια υγεία μπορούμε να μιλάμε χωρίς φυσικό περιβάλλον ή με συνεχώς υποβαθμιζόμενο φυσικό περιβάλλον;

Κυριακή προ των Χριστουγέννων 2021

Δημήτριος Δούκα Σουφλέρης

1Στην ίσως καλοπροαίρετη, ίσως πονηρή, ίσως και αφελή ερώτηση: μα δεν κόβουμε τα ξερά κλαδιά ή τα σάπια;” η απάντηση είναι πως φυσικά και τα κόβουμε. Φυσικά και παρεμβαίνουμε σε περιπτώσεις πραγματικής ανάγκης. Αλλά με μέτρο, με τον ορθό τρόπο και με το ελάχιστο επιβαρυντικό αποτέλεσμα. Αυτό θα συμβαίνει κάποιες φορές. Δεν θα έχει μεταμορφωθεί σε ετήσια πράξη “κατακρεούργησης” ζωντανών οργανισμών…

2https://eteriaperivallontoskimis.blogspot.com/2021/07/1.html

3Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, βλ. Εισαγωγή, στο διαδίκτυο ενδεικτικά marxists.org

  • Το κείμενο με περισσότερες φωτογραφίες σε αρχείο pdf

Written by dds2

8 Ιανουαρίου, 2022 at 9:37 μμ

ένα μεγάλο αφιέρωμα του Guardian στο τσιμέντο

leave a comment »

Concrete: the most destructive material on Earth

Limestone quarries and cement factories are often sources of air pollution. Photograph: Zoonar GmbH/Alamy

After water, concrete is the most widely used substance on the planet. But its benefits mask enormous dangers to the planet, to human health – and to culture itself

by

In the time it takes you to read this sentence, the global building industry will have poured more than 19,000 bathtubs of concrete. By the time you are halfway through this article, the volume would fill the Albert Hall and spill out into Hyde Park. In a day it would be almost the size of China’s Three Gorges Dam. In a single year, there is enough to patio over every hill, dale, nook and cranny in England.

After water, concrete is the most widely used substance on Earth. If the cement industry were a country, it would be the third largest carbon dioxide emitter in the world with up to 2.8bn tonnes, surpassed only by China and the US.

The material is the foundation of modern development, putting roofs over the heads of billions, fortifying our defences against natural disaster and providing a structure for healthcare, education, transport, energy and industry.

Concrete is how we try to tame nature. Our slabs protect us from the elements. They keep the rain from our heads, the cold from our bones and the mud from our feet. But they also entomb vast tracts of fertile soil, constipate rivers, choke habitats and – acting as a rock-hard second skin – desensitise us from what is happening outside our urban fortresses.

Our blue and green world is becoming greyer by the second. By one calculation, we may have already passed the point where concrete outweighs the combined carbon mass of every tree, bush and shrub on the planet. Our built environment is, in these terms, outgrowing the natural one. Unlike the natural world, however, it does not actually grow. Instead, its chief quality is to harden and then degrade, extremely slowly.

All the plastic produced over the past 60 years amounts to 8bn tonnes. The cement industry pumps out more than that every two years. But though the problem is bigger than plastic, it is generally seen as less severe. Concrete is not derived from fossil fuels. It is not being found in the stomachs of whales and seagulls. Doctors aren’t discovering traces of it in our blood. Nor do we see it tangled in oak trees or contributing to subterranean fatbergs. We know where we are with concrete. Or to be more precise, we know where it is going: nowhere. Which is exactly why we have come to rely on it.

This solidity, of course, is what humankind yearns for. Concrete is beloved for its weight and endurance. That is why it serves as the foundation of modern life, holding time, nature, the elements and entropy at bay. When combined with steel, it is the material that ensures our dams don’t burst, our tower blocks don’t fall, our roads don’t buckle and our electricity grid remains connected.

Solidity is a particularly attractive quality at a time of disorientating change. But – like any good thing in excess – it can create more problems than it solves.

At times an unyielding ally, at times a false friend, concrete can resist nature for decades and then suddenly amplify its impact. Take the floods in New Orleans after Hurricane Katrina and Houston after Harvey, which were more severe because urban and suburban streets could not soak up the rain like a floodplain, and storm drains proved woefully inadequate for the new extremes of a disrupted climate.

The levee of the 17th Street Canal, New Orleans, after it was breached during Hurricane Katrina.
When the levee breaks … The levee of the 17th Street canal, New Orleans, after it was breached during Hurricane Katrina. Photograph: Nati Harnik/AP

It also magnifies the extreme weather it shelters us from. Taking in all stages of production, concrete is said to be responsible for 4-8% of the world’s CO2. Among materials, only coal, oil and gas are a greater source of greenhouse gases. Half of concrete’s CO2 emissions are created during the manufacture of clinker, the most-energy intensive part of the cement-making process.

But other environmental impacts are far less well understood. Concrete is a thirsty behemoth, sucking up almost a 10th of the world’s industrial water use. This often strains supplies for drinking and irrigation, because 75% of this consumption is in drought and water-stressed regions. In cities, concrete also adds to the heat-island effect by absorbing the warmth of the sun and trapping gases from car exhausts and air-conditioner units – though it is, at least, better than darker asphalt.

It also worsens the problem of silicosis and other respiratory diseases. The dust from wind-blown stocks and mixers contributes as much as 10% of the coarse particulate matter that chokes Delhi, where researchers found in 2015 that the air pollution index at all of the 19 biggest construction sites exceeded safe levels by at least three times. Limestone quarries and cement factories are also often pollution sources, along with the trucks that ferry materials between them and building sites. At this scale, even the acquisition of sand can be catastrophic – destroying so many of the world’s beaches and river courses that this form of mining is now increasingly run by organised crime gangs and associated with murderous violence.

This touches on the most severe, but least understood, impact of concrete, which is that it destroys natural infrastructure without replacing the ecological functions that humanity depends on for fertilisation, pollination, flood control, oxygen production and water purification.

Concrete can take our civilisation upwards, up to 163 storeys high in the case of the Burj Khalifa skyscraper in Dubai, creating living space out of the air. But it also pushes the human footprint outwards, sprawling across fertile topsoil and choking habitats. The biodiversity crisis – which many scientists believe to be as much of a threat as climate chaos – is driven primarily by the conversion of wilderness to agriculture, industrial estates and residential blocks.

For hundreds of years, humanity has been willing to accept this environmental downside in return for the undoubted benefits of concrete. But the balance may now be tilting in the other direction.


The Pantheon and Colosseum in Rome are testament to the durability of concrete, which is a composite of sand, aggregate (usually gravel or stones) and water mixed with a lime-based, kiln-baked binder. The modern industrialised form of the binder – Portland cement – was patented as a form of “artificial stone” in 1824 by Joseph Aspdin in Leeds. This was later combined with steel rods or mesh to create reinforced concrete, the basis for art deco skyscrapers such as the Empire State Building.

Rivers of it were poured after the second world war, when concrete offered an inexpensive and simple way to rebuild cities devastated by bombing. This was the period of brutalist architects such as Le Corbusier, followed by the futuristic, free-flowing curves of Oscar Niemeyer and the elegant lines of Tadao Ando – not to mention an ever-growing legion of dams, bridges, ports, city halls, university campuses, shopping centres and uniformly grim car parks. In 1950, cement production was equal to that of steel; in the years since, it has increased 25-fold, more than three times as fast as its metallic construction partner.

Debate about the aesthetics has tended to polarise between traditionalists like Prince Charles, who condemned Owen Luder’s brutalist Tricorn Centre as a “mildewed lump of elephant droppings”, and modernists who saw concrete as a means of making style, size and strength affordable for the masses.

The politics of concrete are less divisive, but more corrosive. The main problem here is inertia. Once this material binds politicians, bureaucrats and construction companies, the resulting nexus is almost impossible to budge. Party leaders need the donations and kickbacks from building firms to get elected, state planners need more projects to maintain economic growth, and construction bosses need more contracts to keep money rolling in, staff employed and political influence high. Hence the self-perpetuating political enthusiasm for environmentally and socially dubious infrastructure projects and cement-fests like the Olympics, the World Cup and international exhibitions.

The classic example is Japan, which embraced concrete in the second half of the 20th century with such enthusiasm that the country’s governance structure was often described as the doken kokka (construction state).

The pressure-controlled water tank at the Metropolitan Area Outer Underground Discharge Channel in Kusakabe, Japan.
A pressure-controlled water tank in Kusakabe, Japan, constructed to protect Tokyo against floodwaters and overflow of the city’s major waterways and rivers during heavy rain and typhoon seasons. Photograph: Ho New/Reuters

At first it was a cheap material to rebuild cities ravaged by fire bombs and nuclear warheads in the second world war. Then it provided the foundations for a new model of super-rapid economic development: new railway tracks for Shinkansen bullet trains, new bridges and tunnels for elevated expressways, new runways for airports, new stadiums for the 1964 Olympics and the Osaka Expo, and new city halls, schools and sports facilities.

This kept the economy racing along at near double-digit growth rates until the late 1980s, ensuring employment remained high and giving the ruling Liberal Democratic party a stranglehold on power. The political heavyweights of the era – men such as Kakuei Tanaka, Yasuhiro Nakasone and Noboru Takeshita – were judged by their ability to bring hefty projects to their hometowns. Huge kickbacks were the norm. Yakuza gangsters, who served as go-betweens and enforcers, also got their cut. Bid-rigging and near monopolies by the big six building firms (Shimizu, Taisei, Kajima, Takenaka, Obayashi, Kumagai) ensured contracts were lucrative enough to provide hefty kickbacks to the politicians. The doken kokka was a racket on a national scale.

But there is only so much concrete you can usefully lay without ruining the environment. The ever-diminishing returns were made apparent in the 1990s, when even the most creative politicians struggled to justify the government’s stimulus spending packages. This was a period of extraordinarily expensive bridges to sparsely inhabited regions, multi-lane roads between tiny rural communities, cementing over the few remaining natural riverbanks, and pouring ever greater volumes of concrete into the sea walls that were supposed to protect 40% of the Japanese coastline.

In his book Dogs and Demons, the author and longtime Japanese resident Alex Kerr laments the cementing over of riverbanks and hillsides in the name of flood and mudslide prevention. Runaway government-subsidised construction projects, he told an interviewer, “have wreaked untold damage on mountains, rivers, streams, lakes, wetlands, everywhere — and it goes on at a heightened pace. That is the reality of modern Japan, and the numbers are staggering.”

He said the amount of concrete laid per square metre in Japan is 30 times the amount in America, and that the volume is almost exactly the same. “So we’re talking about a country the size of California laying the same amount of concrete [as the entire US]. Multiply America’s strip malls and urban sprawl by 30 to get a sense of what’s going on in Japan.”

Traditionalists and environmentalists were horrified – and ignored. The cementation of Japan ran contrary to classic aesthetic ideals of harmony with nature and an appreciation of mujo (impermanence), but was understandable given the ever-present fear of earthquakes and tsunamis in one of the world’s most seismically active nations. Everyone knew the grey banked rivers and shorelines were ugly, but nobody cared as long as they could keep their homes from being flooded.

Which made the devastating 2011 Tohoku earthquake and tsunami all the more shocking. At coastal towns such as Ishinomaki, Kamaishi and Kitakami, huge sea walls that had been built over decades were swamped in minutes. Almost 16,000 people died, a million buildings were destroyed or damaged, town streets were blocked with beached ships and port waters were filled with floating cars. It was a still more alarming story at Fukushima, where the ocean surge engulfed the outer defences of the Fukushima Daiichi nuclear plant and caused a level 7 meltdown.

Briefly, it seemed this might become a King Canute moment for Japan – when the folly of human hubris was exposed by the power of nature. But the concrete lobby was just too strong. The Liberal Democratic party returned to power a year later with a promise to spend 200tn yen (£1.4tn) on public works over the next decade, equivalent to about 40% of Japan’s economic output.

A bus drives past a seawall in Yamada, Iwate prefecture, Japan, in 2018.
‘It feels like we’re in jail, even though we haven’t done anything bad’ … A seawall in Yamada, Iwate prefecture, Japan, 2018. Photograph: Kim Kyung-Hoon/Reuters

Construction firms were once again ordered to hold back the sea, this time with even taller, thicker barriers. Their value is contested. Engineers claim these 12-metre-high walls of concrete will stop or at least slow future tsunamis, but locals have heard such promises before. The area these defences protect is also of lower human worth now the land has been largely depopulated and filled with paddy fields and fish farms. Environmentalists say mangrove forests could provide a far cheaper buffer. Tellingly, even many tsunami-scarred locals hate the concrete between them and the ocean.

“It feels like we’re in jail, even though we haven’t done anything bad,” an oyster fisherman, Atsushi Fujita, told Reuters. “We can no longer see the sea,” said the Tokyo-born photographer Tadashi Ono, who took some of the most powerful images of these massive new structures. He described them as an abandonment of Japanese history and culture. “Our richness as a civilisation is because of our contact with the ocean,” he said. “Japan has always lived with the sea, and we were protected by the sea. And now the Japanese government has decided to shut out the sea.”


There was an inevitability about this. Across the world, concrete has become synonymous with development. In theory, the laudable goal of human progress is measured by a series of economic and social indicators, such as life-expectancy, infant mortality and education levels. But to political leaders, by far the most important metric is gross domestic product, a measure of economic activity that, more often than not, is treated as a calculation of economic size. GDP is how governments assess their weight in the world. And nothing bulks up a country like concrete.

That is true of all countries at some stage. During their early stages of development, heavyweight construction projects are beneficial like a boxer putting on muscle. But for already mature economies, it is harmful like an aged athlete pumping ever stronger steroids to ever less effect. During the 1997-98 Asian financial crisis, Keynesian economic advisers told the Japanese government the best way to stimulate GDP growth was to dig a hole in the ground and fill it. Preferably with cement. The bigger the hole, the better. This meant profits and jobs. Of course, it is much easier to mobilise a nation to do something that improves people’s lives, but either way concrete is likely to be part of the arrangement. This was the thinking behind Roosevelt’s New Deal in the 1930s, which is celebrated in the US as a recession-busting national project but might also be described as the biggest ever concrete-pouring exercise up until that point. The Hoover Dam alone required 3.3m cubic metres, then a world record. Construction firms claimed it would outlast human civilisation.

But that was lightweight compared to what is now happening in China, the concrete superpower of the 21st century and the greatest illustration of how the material transforms a culture (a civilisation intertwined with nature) into an economy (a production unit obsessed by GDP statistics). Beijing’s extraordinarily rapid rise from developing nation to superpower-in-waiting has required mountains of cement, beaches of sand and lakes of water. The speed at which these materials are being mixed is perhaps the most astonishing statistic of the modern age: since 2003, China has poured more cement every three years than the US managed in the entire 20th century.

Today, China uses almost half the world’s concrete. The property sector – roads, bridges, railways, urban development and other cement-and-steel projects – accounted for a third of its economy’s expansion in 2017. Every major city has a floor-sized scale model of urban development plans that has to be constantly updated as small white plastic models are turned into mega-malls, housing complexes and concrete towers.

But, like the US, Japan, South Korea and every other country that “developed” before it, China is reaching the point where simply pouring concrete does more harm than good. Ghost malls, half-empty towns and white elephant stadiums are a growing sign of wasteful spending. Take the huge new airport in Luliang, which opened with barely five flights a day, or the Olympic Bird’s Nest stadium, so underused that it is now more a monument than a venue. Although the adage “build and the people will come” has often proved correct in the past, the Chinese government is worried. After the National Bureau of Statistics found 450 sq km of unsold residential floor space, the country’s president, Xi Jinping, called for the “annihilation” of excess developments.

The Three Gorges Dam on the Yangtze River, China is the largest concrete structure in the world.
The Three Gorges Dam on the Yangtze River, China, is the largest concrete structure in the world. Photograph: Laoma/Alamy

Empty, crumbling structures are not just an eyesore, but a drain on the economy and a waste of productive land. Ever greater construction requires ever more cement and steel factories, discharging ever more pollution and carbon dioxide. As the Chinese landscape architect Yu Kongjian has pointed out, it also suffocates the ecosystems – fertile soil, self-cleansing streams, storm-resisting mangrove swamps, flood-preventing forests – on which human beings ultimately depend. It is a threat to what he calls “eco-security”.

Yu has led the charge against concrete, ripping it up whenever possible to restore riverbanks and natural vegetation. In his influential book The Art of Survival, he warns that China has moved dangerously far from Taoist ideals of harmony with nature. “The urbanisation process we follow today is a path to death,” he has said.

Yu has been consulted by government officials, who are increasingly aware of the brittleness of the current Chinese model of growth. But their scope for movement is limited. The initial momentum of a concrete economy is always followed by inertia in concrete politics. The president has promised a shift of economic focus away from belching heavy industries and towards high-tech production in order to create a “beautiful country” and an “ecological civilisation”, and the government is now trying to wind down from the biggest construction boom in human history, but Xi cannot let the construction sector simply fade away, because it employs more than 55 million workers – almost the entire population of the UK. Instead, China is doing what countless other nations have done, exporting its environmental stress and excess capacity overseas.

Beijing’s much-vaunted Belt and Road Initiative – an overseas infrastructure investment project many times greater than the Marshall Plan – promises a splurge of roads in Kazakhstan, at least 15 dams in Africa, railways in Brazil and ports in Pakistan, Greece and Sri Lanka. To supply these and other projects, China National Building Material – the country’s biggest cement producer – has announced plans to construct 100 cement factories across 50 nations.


This will almost certainly mean more criminal activity. As well as being the primary vehicle for super-charged national building, the construction industry is also the widest channel for bribes. In many countries, the correlation is so strong, people see it as an index: the more concrete, the more corruption.

According to the watchdog group Transparency International, construction is the world’s dirtiest business, far more prone to graft than mining, real estate, energy or the arms market. No country is immune, but in recent years, Brazil has revealed most clearly the jawdropping scale of bribery in the industry.

As elsewhere, the craze for concrete in South America’s biggest nation started benignly enough as a means of social development, then morphed into an economic necessity, and finally metastasised into a tool for political expediency and individual greed. The progress between these stages was impressively rapid. The first huge national project in the late 1950s was the construction of a new capital, Brasília, on an almost uninhabited plateau in the interior. A million cubic metres of concrete were poured on the highlands site in just 41 months to encase the soil and erect new edifices for ministries and homes.

The National Museum of the Republic by Oscar Niemeyer, Brasília, Brazil.
The National Museum of the Republic by Oscar Niemeyer, Brasília, Brazil. Photograph: Image Broker/Rex Features

This was followed by a new highway through the Amazon rainforest – the TransAmazonia – and then from 1970, South America’s biggest hydroelectric power plant, the Itaipu on the Paraná river border with Paraguay, which is almost four times bulkier than the Hoover Dam. The Brazilian operators boast the 12.3m cubic metres of concrete would be enough to fill 210 Maracanã stadiums. This was a world record until China’s Three Gorges Dam choked the Yangtze with 27.2m cubic metres.

With the military in power, the press censored and no independent judiciary, there was no way of knowing how much of the budget was siphoned off by the generals and contractors. But the problem of corruption has become all too apparent since 1985 in the post-dictatorship era, with virtually no party or politician left untainted.

For many years, the most notorious of them was Paulo Maluf, the governor of São Paulo, who had run the city during the construction of the giant elevated expressway known as Minhocão, which means Big Worm. As well as taking credit for this project, which opened in 1969, he also allegedly skimmed $1bn from public works in just four years, part of which has been traced to secret accounts in the British Virgin islands. Although wanted by Interpol, Maluf evaded justice for decades and was elected to a number of senior public offices. This was thanks to a high degree of public cynicism encapsulated by the phrase most commonly used about him: “He steals, but he gets things done” – which could describe much of the global concrete industry.

Paulo Maluf listens to the debate over the impeachment of President Dilma Rousseff in Brasília, 2016.
Paulo Maluf attending the debate over the impeachment of President Dilma Rousseff in Brasília, 2016. Photograph: Ueslei Marcelino/Reuters

But his reputation as the most corrupt man in Brazil has been overshadowed in the past five years by Operation Car Wash, an investigation into a vast network of bid-rigging and money laundering. Giant construction firms – notably Odebrecht, Andrade Gutierrez and Camargo Corrêa – were at the heart of this sprawling scheme, which saw politicians, bureaucrats and middle-men receive at least $2bn worth of kickbacks in return for hugely inflated contracts for oil refineries, the Belo Monte dam, the 2014 World Cup, the 2016 Olympics and dozens of other infrastructure projects throughout the region. Prosecutors said Odebrecht alone had paid bribes to 415 politicians and 26 political parties.

As a result of these revelations, one government fell, a former president of Brazil and the vice president of Ecuador are in prison, the president of Peru was forced to resign, and dozens of other politicians and executives were put behind bars. The corruption scandal also reached Europe and Africa. The US Department of Justice called it “the largest foreign bribery case in history”. It was so huge that when Maluf was finally arrested in 2017, nobody batted an eyelid.


Such corruption is not just a theft of tax revenue, it is a motivation for environmental crime: billions of tonnes of CO2 pumped into the atmosphere for projects of dubious social value and often pushed through – as in the case of Belo Monte – against the opposition of affected local residents and with deep concerns among environmental licensing authorities.

Although the dangers are increasingly apparent, this pattern continues to repeat itself. India and Indonesia are just entering their high-concrete phase of development. Over the next 40 years, the newly built floor area in the world is expected to double. Some of that will bring health benefits. The environmental scientist Vaclav Smil estimates the replacement of mud floors with concrete in the world’s poorest homes could cut parasitic diseases by nearly 80%. But each wheelbarrow of concrete also tips the world closer to ecological collapse.

Chatham House predicts urbanisation, population growth and economic development will push global cement production from 4 to 5bn tonnes a year. If developing countries expand their infrastructure to current average global levels, the construction sector will emit 470 gigatonnes of carbon dioxide by 2050, according to the Global Commission on the Economy and Climate.

This violates the Paris agreement on climate change, under which every government in the world agreed that annual carbon emissions from the cement industry should fall by at least 16% by 2030 if the world is to reach the target of staying within 1.5C to 2C of warming. It also puts a crushing weight on the ecosystems that are essential for human wellbeing.

The dangers are recognised. A report last year by Chatham House calls for a rethink in the way cement is produced. To reduce emissions, it urges greater use of renewables in production, improved energy efficiency, more substitutes for clinker and, most important, the widespread adoption of carbon capture and storage technology – though this is expensive and has not yet been deployed in the industry on a commercial scale.

Architects believe the answer is to make buildings leaner and, when possible, to use other materials, such as cross-laminated timber. It is time to move out of the “concrete age” and stop thinking primarily about how a building looks, said Anthony Thistleton.

“Concrete is beautiful and versatile but, unfortunately, it ticks all the boxes in terms of environmental degradation,” he told the Architects Journal. “We have a responsibility to think about all the materials we are using and their wider impact.”

But many engineers argue that there is no viable alternative. Steel, asphalt and plasterboard are more energy intensive than concrete. The world’s forests are already being depleted at an alarming rate even without a surge in extra demand for timber.

Phil Purnell, a professor of materials and structures at Leeds University, said the world was unlikely to reach a “peak concrete” moment.

“The raw materials are virtually limitless and it will be in demand for as long as we build roads, bridges and anything else that needs a foundation,” he said. “By almost any measure it’s the least energy-hungry of all materials.”

Instead, he calls for existing structures to be better maintained and conserved, and, when that is not possible, to enhance recycling. Currently most concrete goes to landfill sites or is crushed and reused as aggregate. This could be done more efficiently, Purnell said, if slabs were embedded with identification tags that would allow the material to be matched with demand. His colleagues at Leeds University are also exploring alternatives to Portland cement. Different mixes can reduce the carbon footprint of a binder by up to two-thirds, they say.

Arguably more important still is a change of mindset away from a developmental model that replaces living landscapes with built environments and nature-based cultures with data-driven economies. That requires tackling power structures that have been built on concrete, and recognising that fertility is a more reliable base for growth than solidity.

Guardian Concrete Week investigates the shocking impact of concrete on the modern world. Follow Guardian Cities on Twitter, Facebook and Instagram and use the hashtag #GuardianConcreteWeek to join the discussion or sign up for our weekly newsletter

Η τραγωδία του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου

3 Σχόλια

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Χριστουγεννιάτικη ευωχία. Μια κατάρα και μία στενόχωρη ειμαρμένη σκιάζει το πιο κεντρικό σύμβολο των εορτών: το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο. Αυτό το όμορφο, καταστόλιστο, χαροποιό σύμβολο των Χριστουγέννων, συνυπάρχει με μια απελπιστική κατάσταση που ζουν τα αδέλφια του, τ’ άλλα δέντρα, σε πόλεις και χωριά, σε δρόμους, πλατείες και άλση, σε κάθε ελεύθερο και δεντροφυτεμένο χώρο του τόπου μας.

Τι εννοούμε με αυτό; Για όσους δεν το κατάλαβαν, για όσους δεν το ψυχανεμίστηκαν, αυτό που υπαινισσόμαστε είναι αυτό που συμβαίνει εδώ και μερικά χρόνια με την λεγόμενη “κλάδευση των δένδρων”. Για λόγους άγνωστους στην επιστήμη αλλά ακόμη και στην κοινή λογική και εμπειρία συμβαίνει μία ασύστολη, αδιάκοπη και επαναλαμβανόμενη κοπή των ψηλών και μεγάλων δέντρων που ζουν στις πόλεις και τα χωριά μας. Γιατί ΝΑΙ, τα δέντρα ζούνε, είναι ζωντανά πλάσματα. Μάλιστα μεγάλος αριθμός επιστημονικών ερευνών αφήνει να εννοηθεί ότι μπορούν και να αντιλαμβάνονται, να επικοινωνούν ακόμη και κατά κάποιο τρόπο να συναισθάνονται.

(Είναι γνωστό ότι κάποιοι βάζουν στα φυτά τους μουσική να ακούνε).

Όμως τα δέντρα από συνήθως υπεύθυνους για αυτά, τις αυτοδιοικητικές αρχές, αντιμετωπίζονται όχι ως ζωντανά πλάσματα, ούτε ως στοιχεία της αστικής βιόσφαιρας και ως νησίδες και καταφύγια της τοπικής πανίδας. Ούτε αναγνωρίζονται ως οι μεγάλοι παραγωγοί οξυγόνου και ταυτόχρονα οι μεγάλοι δεσμευτές διοξειδίου του άνθρακα1. Και βεβαίως παραγνωρίζεται εντελώς ότι κυρίως με το φύλλωμά τους δεσμεύουν και πλήθος άλλων ρύπων2, σκόνης και ότι ακόμη μειώνουν την ηχητική ρύπανση.

Οι διάφοροι τοπικοί άρχοντες και οι δήθεν υπηρεσίες των δήμων τους θεωρούν τα δέντρα ως πρόβλημα που πρέπει να περιορίσουν και ως κίνδυνο που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν. Τα φύλλα που πέφτουν λερώνουν (χάθηκαν οι σκούπες;), οι ρίζες σηκώνουν τα πεζοδρόμια (λες και είναι τόσο δύσκολο να έχουν ένα λάκκο γύρω τους και ένα άνοιγμα και να μην τα πνίγει το τσιμέντο). Και το χειρότερο όλων: αν πέσει κανένα κλαδί μπορεί να τραυματίσει κανένα άνθρωπο…

Και τότε ποια είναι η λύση; Η λύση είναι απλή: κόβουμε τα κλαδιά. Όλα, κάθε χρόνο, κάθε φορά που μεγαλώνουν λίγο και αναπτύσσονται παραπάνω. Και επειδή τα δέντρα για να ζήσουν έχουν ανάγκη τα κλαδιά τους, άρα αναγκάζονται να βγάζουν άλλα στη θέση των αρχικών και πλέον σακατεμένων, αυτή την κοπή, αυτό τον βάρβαρο ακρωτηριασμό τον επαναλαμβάνουν συνεχώς αν όχι κατ΄ έτος τουλάχιστον ανά διετία.

Αποτελέσματα αυτών των εντελώς αντιπεριβαλλοντικών, αντιεπιστημονικών3 και σαφώς μη δενδροκομικών πρακτικών είναι τα ακόλουθα.

Τα δέντρα ζουν το μεγαλύτερο χρόνο της ζωής τους χωρίς την φυσική τους κόμη, άρα χωρίς την δυνατότητα να ζουν μια κανονική ζωή και να φωτοσυνθέτουν στο πλήρες δυναμικό τους. Αυτό όμως εμάς επιβαρύνει, στερώντας μας το οξυγόνο και αφήνοντας το διοξείδιο του άνθρακα αδέσμευτο. Τα πουλιά που ζουν στη φυλλωσιά τους και όλα τ΄ άλλα ζουζούνια μένουν συνεχώς χωρίς σπίτι, ζουν μια συνεχή προσφυγιά και ξενιτεμό. Φυσικά με την απώλεια της κόμης των δέντρων χάνουμε και τις άλλες εξ αυτής ωφέλειες, όπως την απορρύπανση, την ηχομόνωση κλπ. Τέλος, επειδή δια μέσω των φύλλων γίνεται η εξατμισοδιαπνοή και επειδή αυτή σύμφωνα με πολλαπλώς τεκμηριωμένη θέση ευθύνεται για το 40-50% της υγρασίας της ατμόσφαιρας, συνεπώς και των νεφών και της βροχής και εν γένει του μικροκλίματος (φυσικά και του κλίματος εν όλω) με τις πρακτικές αυτές συντείνουμε στα γνωστά και υπαρκτά προβλήματα της ξηρασίας και της μείωσης του διαθέσιμου γλυκού νερού.

Το δέντρο στη θέση των χαμένων κλαδιών του προσπαθεί να εκπτύξει νέα. Αν το είδος το επιτρέπει αυτό, μπορεί να τα καταφέρει. Όμως τα κλαδιά αυτά επειδή δεν ακολουθούν την φυσική γεωμετρία του φυτού και αναπτύσσονται ως κολοβώματα, είναι λιγότερο γερά και υγιή, σπάζουν πιο εύκολα, είναι πολυπληθέστερα αλλά μικρότερα και φτωχότερα σε αριθμό φύλλων κλπ. Τελικά εφ΄ όσον ξεκινήσει κανείς την πρακτική της κλάδευσης είναι καταδικασμένος να την επαναλαμβάνει σισύφεια και ατελέσφορα. Ακόμη από τις τομές, συνήθως μεγάλες και δημιουργημένες με εντελώς ακατάλληλα για κλάδευση εργαλεία4 (μηχανοκίνητα πριόνια που φυσικά ποτέ δεν απολυμαίνονται), από τις τομές λοιπόν αυτές είναι εύκολη η μόλυνση του δέντρου από παθογόνους μικροοργανισμούς, που από τις τομές βρίσκουν εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό του κορμού. Αυτό έχει ως συνέπεια τις ασθένειες, την χειρότερη υγεία του δέντρου και δυστυχώς τελικά σε πολλές περιπτώσεις την ξήρανσή του.

Ας επισημάνουμε εδώ τις εξής πολύ σημαντικές αλήθειες:

  1. Η πρακτική της κλάδευσης δεν είναι επιτρεπτή σε ορισμένα δέντρα, είναι απαγορευμένη σε πολλά και σαφώς σε κανένα δεν είναι απαραίτητη ή ιδιαίτερα ωφέλιμη. Ακόμη και η στην γεωργία χρήση της ελέγχεται από κάποιες γεωπονικές και δενδροκομικές θεωρίες ως λανθασμένη ή υπερβολική. Και σε κάθε περίπτωση εκεί γίνεται για πολύ διαφορετικούς λόγους και στην πραγματικότητα είναι μια από τις πιο δύσκολες γεωργικές τέχνες.

  2. Η κλάδευση πρέπει να γίνεται με πολύ αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις και σύμφωνα με την Ελληνική Τεχνική Περιγραφή ΕΛΟΤ ΤΠ 1501-10-06-04-01 (ΦΕΚ Β΄ 35262/2009-12-23).

  3. Κανείς δεν θα αρνείτο την επιλεκτική κλάδευση άρρωστων, σάπιων ή επικίνδυνων κλαδιών (πχ λόγω ηλεκτροφόρων καλωδίων). Όμως αυτό πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένα συνεργεία, μετά από συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη τεχνική έκθεση υπό την επίβλεψη γεωπόνων ή αρμόδιων υπηρεσιών5.

  4. Και βεβαίως πρέπει να ακολουθούνται όλοι οι όροι νομιμότητας πριν από το κλάδεμα φυτών και κυρίως δέντρων του αστικού ή περιαστικού πράσινου. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει απόφαση του αυτοδιοικητικού οργάνου, άδεια του δασαρχείου, έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας από την πολεοδομική υπηρεσία.

Αν δεν αλλάξει κάτι σε αυτή την ανόητη και κακότροπη κατάσταση, τότε σε λίγα χρόνια, το αρνητικό πανευρωπαϊκό προνόμιο που έχουμε, το να ζούμε σε πόλεις με τη μικρότερη αναλογία πράσινου ανά κάτοικο, θα μετατραπεί στο παγκόσμιο ρεκόρ να ζούμε στα περισσότερο άδεντρα αστικά σύνολα του προηγμένου κόσμου6.

Και τότε αλήθεια τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που θα στολίζουμε στα σπίτια και τις πόλεις μας θα παραπέμπουν πλέον σε μυθικές και φανταστικές έννοιες, όπως οι Καλικάντζαροι, ο Αη-Βασίλης με τα κόκκινα, το έλκηθρο και τους τάρανδους και όλη αυτή τη σύγχρονη χριστουγεννιάτικη μυθολογία του φανταστικού. Καιρός είναι ν΄ αφήσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο να ‘χει ζωντανούς συγγενείς να ζουν κοντά του, δίπλα του, μέσα στα πάρκα, τα πεζοδρόμια και τους δρόμους των πόλεων και των χωριών μας.

Ειδάλλως πολύ φοβάμαι ότι μέσα στην ωραιότητα των Χριστουγέννων θα ζούμε δύο άτοπα: Τα χωρίς Χριστό Χριστούγεννα7 και το χωρίς δέντρο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Δημήτριος Δούκα Σουφλέρης

Κυριακή προ των Χριστουγέννων 2019

*Το ζωγραφισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι της Κατερίνας Σουφλέρη και η φωτογραφία από “κλάδεμα” ευκαλύπτων με τον συνηθισμένο τρόπο (στην περίπτωση της φωτ/φίας από πάρκο της Χαλκίδας, άνοιξη ’19) είναι του συγγραφέα.

Το κείμενο αφιερώνεται σε αυτούς που με έμαθαν να αγαπώ και να σέβομαι τα δέντρα και σ’ αυτούς που προσπαθώ να τους περάσω το ίδιο…

1Μαζί με τους ωκεανούς της γης.

2Πραγματικών ρύπων, γιατί το CO2 είναι φυσικό συστατικό της ατμόσφαιρας και όχι ρύπος.

3Αντί πολλών βλ. τις θέσεις της αποκαλούμενης φυσικής καλλιέργειας που δεν συνιστά την κλάδευση ακόμη και για τα καρποφόρα δέντρα, σχετικά στο βιβλίο Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ του FUKUOKA MASANOBU, εκδοτική Αιγινίου, 1995.

4“Κατά κανόνα τα αλυσοπρίονα δεν είναι κατάλληλα για κλάδεμα ζωντανών φυτικών ιστών. Ενδείκνυται κυρίως για την υλοτόμηση δέντρων ή την παραγωγή καυσόξυλων” ΕΛΟΤ ΤΠ 1501-10-06-04-01:2009 στο 3.6, σελ. 9.

6Αρκεί να δει στοιχεία κανείς για τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και να τα συγκρίνει με τα ισχύοντα για την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις μας.

7Ενδεικτικά για το θέμα βλ. το σχετικό και ομώνυμο άρθρο στο περιοδικό manifesto – ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, τ. 21, Δεκέμβριος 2010.

The Guardian’s podcasts

leave a comment »

( ο σύνδεσμος κάτω από την εικόνα = για το podcast για το τσιμέντο)

και άλλα από τον Guardian

δροσισμός κατοικίας (air conditioning) με τρόπο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Περσία

leave a comment »

An Engineering Feat that Harnessed the Wind

Iran’s wind catchers stand as a reminder of how ancient civilisations have adapted to the region’s harsh desert environment.

By Shervin Abdolhamidi

27 September 2018

I have water air conditioning too, but I prefer sitting under my natural air conditioning. Reminds me of old times,” Mr Saberi said, gesturing to the badgir (wind catcher) that we were sitting under. “More chai?”

In the 40C summer heat of Yazd, a desert city in the heart of Iran, a hot cup of chai would normally have been the last thing on my mind. However, a glance out from the breezy shaded patio where I sat onto the central courtyard, ablaze in the glaring evening sun, and all thoughts of bidding my host goodbye immediately evaporated. I leaned back and gazed up along the length of this remarkable technology that’s believed to be thousands of years old.

Wind catchers are tall, chimney-like structures that protrude from the rooftops of older houses in many of Iran’s desert cities. In their simplest form, wind catchers harness the cool breezes and redirect them downwards either into the home or into underground storage rooms to refrigerate perishable foods. Studies have shown that wind catchers can reduce indoor temperatures by around 10 degrees.

From ancient Persians and Egyptians to Babylonians and Arabs, civilisations have strived to adapt their architecture to the harsh, hot climates of their environments by developing natural ventilation methods. Examples of wind catchers can be found across the Middle East and Egypt, as well as in Pakistan and India.

Since wind catchers are located at the highest point of a building, they are especially susceptible to deterioration and decay. While the oldest wind catchers in Iran date only to the 14th Century, there are references to wind catchers in the writings of 5th-Century Persian poet Nasir Khusraw.

There is an ongoing dispute between Iran and Egypt over the origin of the wind catcher. Paintings dating to around 1300BC discovered near modern-day Luxor depict two triangular structures atop Pharaoh Nebamun’s royal residence, leading Egyptian archaeologists to believe the first wind catcher was developed in Egypt. Meanwhile, ruins of a Persian fire temple dating to 4000BC feature numerous chimney-like structures, some of which have no trace of ashes, leading Iranian architects to posit that wind catchers originated in Iran.

According to Dr Abdel Moniem El-Shorbagy, assistant professor of architecture and design at Effat University in Jeddah, Saudi Arabia, wind catchers found throughout the Middle East, Pakistan and India, like the four-sided wind catcher of the 8th-Century Abbasid palace of Ukhaidir in Iraq, exhibit the impact of the traditional Persian architecture on these regions. One theory suggests that the wind catchers were adopted and spread to these areas after the Arab conquest of Iran in the 7th Century.
Later that day on the rooftop of the Yazd Art House, a former Qajari-era mansion converted into a cafe, I looked out over the city’s adobe skyline while listening to an Iranian song playing from a small radio hanging from the wall. As I savoured a cold glass of Sekanjabin (a local drink made of honey and vinegar poured into a cup lined with thin slices of cucumber), I scanned the dense cluster of wind catchers rising from the rooftops. They looked like miniature skyscrapers.

Most of the wind catchers in the residential buildings of Yazd are rectangular in shape, with inlets on each of the four sides to catch wind blowing from multiple directions. However, Moyeen, a cafe employee, told me that hexagonal and octagonal wind catchers are also common.

The wind catchers here are multi-directional, because we have pleasant winds coming from all directions – unlike in Maybod [a small town roughly 55km north-west of Yazd], where the wind catchers have only one inlet to prevent harsh, dusty, desert winds blowing from the north from entering the houses,” he explained. “Here we are surrounded by mountains that block the desert winds.”

Wind catchers also channelled cool air into underground cellars used to store perishable food items (Credit: Shervin Abdolhamidi)

I stood atop the roof, trying to visualise the physics behind the wind catchers. Cooler winds blowing at higher elevations are directed downwards through the narrow, vertical slits, subsequently pushing warm air inside the buildings up and out through an opening on the opposite side of the wind catcher. Even in the absence of a breeze, wind catchers work as solar chimneys, creating a pressure gradient that pushes warm air up and out through the tower, leaving the interior of the home feeling cooler than the exterior.

With the scorching afternoon sun bearing down on me, I decided I’d rather be under a wind catcher than staring at them, and made my way to the Lariha House, one of Yadz’s best preserved Qajari-era houses. The building, which dates to the 19th Century, exemplifies the Persian architecture of the time, which featured a central, rectangular courtyard, as well as summer and winter sections – a division intended to optimise exposure to direct sunlight in the winter and minimise it in the summer. The wind catcher is located in the summer portion of the house.

Because the oldest wind catchers in Iran only date to the 14th Century, their place of origin is a subject of dispute between Iran and Egypt (Credit: Shervin Abdolhamidi)

Often the cool air from the wind catcher passes through an alcove in a room on the ground level, down through a vent into the zir-zamin (basement), where perishable goods are stored. In the Lariha House, I felt a slight chill as I descended the 38 steps into an even deeper cellar space called the sardab (meaning ‘cold water’ in Farsi), where water from the qanats(underground channels used to transfer water from mountains to cities) would cool the incoming air.

Like the qanat, which has been rendered mostly obsolete by modern technology, the wind catcher is a symbol of the past. Its usage has significantly diminished with the advent of modern air-conditioning. According to Abbas Farroghi, an 85-year-old resident of Lab-e Khandaq, one of Yazd’s historical neighbourhoods, many of his neighbours have left their traditional homes in favour of modern apartments.

The houses become either empty, or get rented out to immigrants and workers,” he said. “The best situation is that it gets bought by some rich person in Tehran or Shiraz who converts it into a hotel.”

The city of Yazd recently received Unesco World Heritage status, which provides a strong incentive to preserve its historical architecture (Credit: Shervin Abdolhamidi)

Mrs Farrokhi, who recently sold her house in the neighbourhood of Kooche Hana and moved into a new apartment a few streets away, often reminisces about the “good old days, where all the kids would gather and we’d sit under our badgir in the evening eating and laughing.” Her old home has since been renovated and now serves as a traditional hotel, the Royay Ghadim (meaning ‘dream of the past’).

I still go visit my home once in a while,” she told me with a nostalgic smile. “It looks good now. I’m glad it’s being preserved.”

The city of Yazd became a Unesco World Heritage site in 2017, and while this provides a strong incentive to preserve some of the its historical architecture, Farsad Ostadan, who runs a local tour agency, believes more can be done.

A few years ago, leading up to our acceptance as a Unesco site, the Cultural Heritage Institute started giving out loans, and people who’d bought these old houses were able to renovate them into hotels and restaurants and preserve these old houses,” he told me. “But now people wait for years [to receive a loan]. The government doesn’t have money now for these things.”

Farsad Ostadan: “[Wind catchers are] just as good as the AC we have nowadays” (Credit: Shervin Abdolhamidi)

Yet Ostadan has hope for the city’s historical structures – especially the wind catchers. He reminisces about long summer days spent at his grandfather’s house lying under the wind catcher that was “just as good as the AC we have nowadays.” He continued, “I mean we didn’t even know what AC was in those days.”

As long as tourists keep coming things will be OK,” Ostadan said, noting that the money coming in from tourism allows for the renovation and preservation of the old houses. “They care about the old town and the wind catchers, and we care, so hopefully we can preserve them.”

 

Written by dds2

3 Οκτωβρίου, 2019 at 1:54 μμ

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας «Μύθοι και Αλήθειες». Εισήγηση της 26ης Νοεμβρίου 2018

4 Σχόλια

ΑΠΕ, Κλιματική Αλλαγή και η αντιμετώπιση των Αιολικών Πάρκων από την δικαστική εξουσία και τους πολίτες. Στοιχεία από την περίπτωση της Εύβοιας.

Δημήτρης Δ. Σουφλέρης*

 Χαλκίδα, Δεκέμβριος 2018**

Πρόλογος***

Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται ανεπτυγμένη και τεκμηριωμένη η ομιλία-εισήγησή μου στην Ημερίδα του ΕΟΣ Χαλκίδας, την 26 Νοεμβρίου 2018, με θέμα: “Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας «Μύθοι και Αλήθειες»”.

Η εισήγηση μου ήταν προφορική και σε αρκετό μέρος της διαμορφώθηκε από τις ανάγκες που παρουσιάστηκαν κατά την εξέλιξη των ομιλιών, παρουσιάσεων και ερωτήσεων και απαντήσεων που προέκυψαν κατά την συζήτηση που διεξήχθη. Ως εκ τούτου είχε τις σχετικές αρετές του προφορικού λόγου αλλά και τα συνακόλουθα προβλήματα. Ήταν σε μεγάλο βαθμό διαφορετική από αυτά που αρχικά είχα σχεδιάσει να παρουσιάσω.

Για τους λόγους αυτούς στο παρόν – κρατώντας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ουσία και την ροή της αρχικής προφορικής ομιλίας μου – γίνεται απόπειρα τεκμηρίωσης και αρκετά αναλυτικής παρουσίασης όσων ειπώθηκαν, παρουσιάζονται εκτεταμένες παραπομπές και συνοπτική βιβλιογραφία και ως ένα είδος παραρτήματος κάποια βασικά νομοθετικά κείμενα και με διαδικτυακή παραπομπή τους.

Το αρχικό κείμενο θα παρουσιασθεί στο άμεσο μέλλον.

Μία πρόσθετη διευκρίνηση είναι η ακόλουθη. Η πολύ μεγάλη υπόθεση της αποκαλούμενης κλιματικής αλλαγής κατά την προσωπική μου άποψη χρησιμοποιείται άκριτα και καθ’ υπερβολήν για την υπέρμετρη ανάπτυξη των ΑΠΕ, ενώ η επιστημονική σύνεση θα απαιτούσαν περισσότερη δουλειά για το θέμα. Επιπλέον έχουν παραγκωνισθεί πλήρως μεγάλες και κεφαλαιώδους σημασίας δράσεις, πράξεις και πρακτικές που και προβλέπονται και απαραίτητες είναι. Με αυτό τον τρόπο όμως είναι προφανές ότι όχι μόνο δεν βαδίζουμε καλά, αλλά και ότι επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, δημιουργώντας για εμάς και τα παιδιά μας ένα μάλλον ζοφερό μέλλον.

Εισαγωγή

Αυτό που συμβαίνει στην σημερινή Ελλάδα, με την καταστροφή των βουνών μας, με αρκετούς τρόπους και αναλογίες το έχουμε ξαναζήσει. Στις δεκαετίες του 50 και του 60 είδαμε να γίνονται τσιμέντο και βορά στους εργολάβους και την αντιπαροχή οι ελληνικές πόλεις. Στις δεκαετίες του 70 και του 80 ήρθε η σειρά των ελληνικών νησιών στο όνομα του τουρισμού. Παρόλο που τόσες φωνές έχουν ακουσθεί και είναι κοινός τόπος ότι αυτή η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και της αποκαλούμενης βιομηχανίας του ελληνικού τουρισμού έχουν ζημιώσει βαριά και ανεπίστρεπτα τους αστικούς ιστούς των πόλεών μας1 και χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμών στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, στις μέρες μας ζούμε μία απίστευτη επίθεση κατά των ορεινών όγκων της χώρας, στο όνομα της χαρακτηριζόμενης ως απαραίτητης και σωτήριας ανάπτυξης των ΑΠΕ. Η αιτιολογική βάση της ανάγκης για την ανάπτυξή τους βρίσκεται στην κρατούσα θέση και άποψη ότι αυτές είναι οι προσφορότερες για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας και ταυτόχρονη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και του ενδεχομένου υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Είναι αλήθεια ότι την τελευταία 25ετία μοιάζει να υπάρχουν αλλαγές και έντονες διακυμάνσεις στο κλίμα της Γης. Κάτι βεβαίως που δεν είναι άγνωστο από το πλανητικό παρελθόν και μάλιστα με ακόμη πιο έντονα φαινόμενα. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι ενεργειακές μας ανάγκες αυξάνονται αλματωδώς και ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα επιφέρει κολοσσιαίες μεταβολές στο περιβάλλον.

Από αυτές όμως τις αλήθειες, μέχρι την καλλιέργεια ως απαράβατου θεωρήματος της ιδέας ότι δια των ΑΠΕ θα σώσουμε τον πλανήτη, ότι με ανεμογεννήτριες σε κάθε βουνό και νησί της Ελλάδας θα καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας νομικές και μη νομικές για συνεισφορά στον έλεγχο της κλιματικής αλλαγής κλπ και ότι ταυτοχρόνως θα βελτιωθούμε αναπτυξιακά και ενεργειακά, η απόσταση δεν είναι ένα λογικό βήμα. Είναι περισσότερο ένα υπερβολικό, πρόωρο και πολύ άσχημα υλοποιούμενο άλμα, που συμπαρασύρει οικονομίες, οικοσυστήματα και κοινωνίες.

Στην Ελλάδα -που παρεμπιπτόντως είναι η χώρα που έγινε το πρώτο παραγωγικό α/π στην Ευρώπη2– η αιολική ενέργεια άρχισε να αναπτύσσεται με συνεχώς επιταχυνόμενους ρυθμούς από το 2000 και μετά. Από την αρχή υπήρξαν κάποιες αντιρρήσεις, το κυρίαρχο αφήγημα όμως εν γένει έπειθε τους πολλούς. Στα μεταμνημονιακά χρόνια η κατάσταση γίνεται ιδιαιτέρως επιθετική και την τελευταία 5ετία έχει λάβει καταιγιστικούς ρυθμούς.

Ταυτοχρόνως όμως αυξήθηκαν και οι αντιδράσεις ενώ όλο και περισσότεροι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά με όλη αυτή την υπόθεση. Δεν μπορεί να έχει αυξηθεί το τέλος ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) 3500% μέσα σε μία 8ετία, δεν μπορεί να γεμίζουμε α/γ τα βουνά και τα νησιά μας, να σκάβουμε, να τσιμεντώνουμε, να κόβουμε δάση κλπ, να χάνουν την δουλειά τους κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι ή ενασχολούμενοι με τον εναλλακτικό τουρισμό και όλα αυτά να θεωρούμε ότι είναι καλά, απαραίτητα και ο μόνος δρόμος.

Οι αντιδρώντες πολίτες δυστυχώς δεν έχουν και πολλά μέσα στα χέρια τους. Πολιτικοί και αυτοδιοικητικοί, οικονομικά συμφέροντα και ΜΜΕ στηρίζουν το προαναφερόμενο θεώρημα και παρουσιάζουν τους αντιδρούντες ως γραφικούς, μη προοδευτικούς και ίσως ακόμη και ως φιλικούς προς ακραία συντηρητικούς ηγέτες. Η κυριότερη μέχρι σήμερα θεσμική μορφή αντίδρασης υπήρξε η δικαστική προσφυγή, ιδίως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Οι προσπάθειες αντιμετώπισης των α/π δια της προσφυγής στο ΣτΕ ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς αλλά πλέον έχει γίνει απελπιστικά αλυσιτελείς μετά από πολύ πρόσφατες αποφάσεις του που αφορούσαν την Νότιο Εύβοια3 (ΣτΕ 47/2018) και την Μάνη (ΣτΕ 1469/2018).

Η Ν. Εύβοια είναι η περισσότερο επιβαρυμένη με α/π (αιολικά πάρκα) περιοχή στην Ελλάδα. Ταυτοχρόνως μεγάλο μέρος έχει εδώ και πολλά χρόνια ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000. Είναι γεμάτη αρχαιολογικούς χώρους (κάστρα, δρακόσπιτα κα), έχει πανέμορφα φαράγγια4 και αρκετές κορφές βουνών (την Όχη με τις πολλές βραχοκορφές, καταφύγιο ορειβατικό, ένα αρχέγονο καστανόλογγο σε μικρό οροπέδιο στα 1000 περίπου μέτρα υψόμετρο, το πιο γνωστό στην Ελλάδα αρχαίο κτίσμα από αυτά που αποκαλούνται “δρακόσπιτα” κα).

Για την Μάνη τι να πει κανείς. Το τοπίο της Μάνης είναι ιδιαίτερο τόσο ως προς τη φυσική διαμόρφωση όσο και ως προς την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του. Στη Μάνη υπάρχουν πολλοί πέτρινοι πύργοι, 7 κάστρα, πληθώρα αρχαιολογικών χώρων, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες με εξαίρετες αγιογραφίες. Στην περιοχή βρίσκονται οι 98 από τους 118 οικισμούς της Πελοποννήσου που έχουν χαρακτηριστεί επίσημα παραδοσιακοί, μαζί με πολλά σπήλαια, καλντερίμια και φαράγγια για πεζοπόρους. Τα χωριά της Μάνης διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους5. Και όμως σε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ, της Ελληνικής Ορθολογικής Εταιρείας και 1.196 κατοίκων, με επιδίωξη την προστασία αυτού του μοναδικού ευρωπαϊκά τόπου από την ασύμβατη εγκατάσταση βιομηχανικών α/π η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απορριπτική6.

Οι συνθήκες του προβλήματος

Για την αρχική προσέγγιση του θέματος θα δοθούν κάποιες εικόνες που το αφορούν και έρχονται από διάφορες κατευθύνσεις.

Ας ξεκινήσουμε με μία “καλή είδηση” από τον τύπο. Διαβάζουμε στον ιστότοπο ecopress (http://ecopress.gr/?p=15332), αλλά και σε σχεδόν σε όλες τις εφημερίδες: “Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανανεώθηκε η θητεία του καθηγητή Αρθούρου Ζερβού ως προέδρου του παγκοσμίου Δικτύου Πολιτικής για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας REN 21. Η εκλογή του κ. Αρθούρου Ζερβού έγινε κατά τη διάρκεια των εργασιών του REN21 Academy, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 200 μέλη από 150 οργανισμούς εκπροσωπώντας 80 χώρες, με αντικείμενο την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στους τομείς θέρμανσης, μεταφορών και εξελιγμένων ενεργειακών συστημάτων. Ο Πρόεδρος και το ΔΣ της ΕΛΕΤΑΕΝ συγχαίρουν τον Καθηγητή Αρθούρο Ζερβό για την τρίτη συνεχόμενη επανεκλογή στη θέση του Προέδρου της διοικητικής επιτροπής του Παγκοσμίου Δικτύου Πολιτικής για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τον 21ο Αιώνα REN21. «Θα συνεχίσω με πείσμα τις προσπάθειες για την υλοποίηση του οράματος για μια παγκόσμια οικονομία βασισμένη σε ΑΠΕ», δήλωσε ο κ. Ζερβός.

Η είδηση αυτή ήδη μας βάζει στο πλαίσιο της διεθνούς σκηνής και των ισχυρών παικτών και τάσεων που το διαμορφώνουν. Αυτό είναι η πρώτη παράμετρος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενασχολούμενοι με τις ΑΠΕ και ιδίως την αιολική ενέργεια, την πιο διαδεδομένη εξ αυτών.

Η επόμενη σκηνή διαδραματίσθηκε στα μέσα Νοεμβρίου στα δικαστήρια της Χαλκίδας. Πρόκειται για συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία είχε ως αντικείμενο το κατασκευαζόμενο αυτή τη χρονική περίοδο αιολικό πάρκο στην Βάθεια της Εύβοιας, από την εταιρεία ΤΕΡΝΑ και αφορούσε τον κίνδυνο που διατρέχουν κάτοικοι της περιοχής από την πτώση βράχων εξαιτίας των χωματουργικών έργων που γίνονται κατά την κατασκευή του α/π. Δικηγόροι και δικαστής φαίνονταν να έχουν μικρή σχέση με το τι πραγματικά σημαίνει ένα α/π. Ο δικαστής αρνείτο να δει χάρτη της περιοχής, κάτι που θα τον βοηθούσε να σχηματίσει ευκολότερα και καλύτερα την εικόνα του τόπου. Ο μάρτυρας της εταιρείας στις ερωτήσεις των δικηγόρων των αιτούντων-κατοίκων αρνείτο πεισματικά να απαντήσει. Και μέσα σε αυτή την μάλλον αστεία εικόνα η πιο σημαντική λεπτομέρεια ήταν η ακόλουθη: όταν ασκήθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα (στο τέλος Ιουνίου) το έργο δεν είχε κατασκευασθεί, ήταν σχεδόν στο ξεκίνημά του. Όταν συζητήθηκαν -μετά από μία αναβολή τον Σεπτέμβριο- το έργο έχει σχεδόν αποπερατωθεί. Συνεπώς η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος κίνδυνος (αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων) καθώς και η δυνατότητα για προσωρινή ρύθμιση και προστασία (δηλαδή το αντικείμενο που παρέχεται από τα ασφαλιστικά μέτρα7) έχουν ουσιαστικά παρέλθει. Συνεπώς κατ΄ ουσίαν πλέον λείπει το αντικείμενο της διεξαχθείσας δίκης. Είναι προφανέστατα αναμενόμενο να απορριφθούν στην συνέχεια τα αιτούμενα ασφ. μ. για τους προαναφερθέντες λόγους.8.

Οι δίκες όμως δεν κερδίζονται κατ΄ αυτό το τρόπο και τα περιβαλλοντικά αγαθά ούτε διασώζονται ούτε προστατεύονται.

Μέσα σε τέτοια πλαίσια λίγο ή πολύ διαδραματίζεται η υπόθεση των ΑΠΕ στη χώρα μας. Δηλαδή από την μία μεριά ισχυρότατα οικονομικά, πολιτικά και επιστημονικά συμφέροντα τα προωθούν τοπικά και παγκοσμίως. Και αφετέρου η προάσπιση θεμάτων περιβαλλοντικής υφής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων διενεργείται κατά τρόπο φτωχό και απογοητευτικό, εξαιτίας ευθυνών που βαρύνουν και την δικαστική εξουσία και τους πολίτες που προσφεύγουν (ή δεν προσφεύγουν) σε αυτήν. Επ’ αυτού όμως αναλυτικότερα και πληρέστερα στην συνέχεια.

Η δικαιολογητική βάση των ΑΠΕ

Ποια όμως είναι η κύρια δικαιολογητική βάση για τις ΑΠΕ; Είναι η υπόθεση της κλιματικής αλλαγής εξαιτίας της αύξησης κυρίως του διοξειδίου του άνθρακος (CO2) και δευτερευόντως ακόμη 5 αερίων στην γήινη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Το CO2 έχει δαιμονοποιηθεί τόσο πολύ που για τον μέσο άνθρωπο μοιάζει να είναι κάτι το απόλυτα κακό, κάτι που μόνο η ανθρώπινη δραστηριότητα γεννά κλπ. Ξεχνούν οι περισσότεροι ότι το CO2 είναι ένα από τα βασικά συστατικά αέρια της ατμόσφαιρας. Περιττό να αναφερθεί ότι σε τέτοιες συνθήκες παρασιωπάται ότι οι κύριοι ελεγκτές και παράγοντες απορρόφησης του CO2 είναι τα δάση και εν γένει τα φυτά και κυρίως οι ωκεανοί της γης. Ο μέσος όμως άνθρωπος οδηγείται σιγά-σιγά να πιστεύει ότι τη δουλειά αυτή -δηλαδή τον έλεγχο του CO2- τη κάνουν οι ΑΠΕ.

H αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου θεωρείται -κατά την κρατούσα άποψη- μετά βεβαιότητος ανθρωπογενής9. Κύρια πηγή αυτών θεωρείται η καύση των ορυκτών καυσίμων. Χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί η σε μεγάλο βαθμό η επί μέρους αλήθεια των προηγουμένων, όμως τα τελικά συμπεράσματα και η μεγάλη βεβαιότητα επ’ αυτών, για τον σκεπτόμενο άνθρωπο δημιουργούν απορίες και σοβαρά ερωτήματα. Είναι βέβαιο ότι πέρα από τις αδιαμφισβήτητες τεράστιες επιρροές μας επί του πλανήτη, επιπλέον τις τελευταίες 3 δεκαετίες βιώνουμε μία σημαντική κλιματική διακύμανση. Από εκεί και πέρα όμως μπροστά μας ανοίγετε ο δρόμος της επιστήμης και της γνώσης -μακρύς και δύσκολος- μακριά από συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά, για να μπορέσουμε να φθάσουμε στις βεβαιότητες και τις μεθόδους που θα προστατεύσουν το μέλλον μας. Ο δρόμος όμως αυτός μάλλον έχει αποκρυβεί και χαθεί πίσω από μεγάλα συνέδρια, διεθνείς συμφωνίες, πολύπλοκα θεσμικά όργανα, σχεδόν προπαγανδιστική ενημέρωση και βαρύγδουπες δηλώσεις.

Πως μπορεί λοιπόν να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση; Και μπορεί να αντιμετωπισθεί εάν όλα τα κυρίαρχα ΜΜΕ, οι διεθνείς οικονομικοί και πολιτικοί φορείς, τα ΗΕ, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας κλπ στηρίζουν αναφανδόν τις απόψεις περί ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, υπερθέρμανσης του πλανήτη και συνακόλουθης αναγκαιότητας των ΑΠΕ;

Κατά τη γνώμη μου η ουσιαστική αντιμετώπιση βρίσκεται στην πραγματική αλήθεια. Την αλήθεια της επιστήμης και του πραγματικού συμφέροντος του συνόλου των μελών των ανθρώπινων κοινωνιών. Την αλήθεια που μπορεί να προσεγγισθεί με κόπο και ιδρώτα, ελεύθερη σκέψη και έντιμη στάση. Μόνο έτσι μπορούν οι εμπλεκόμενοι στο θέμα (που έχει πλανητικές διαστάσεις) να φθάσουν σε κοινό τόπο και να θέσουν τις βάσεις για ένα καλύτερο περιβαλλοντικό μέλλον. Ένα μέλλον με γνώμονα τον άνθρωπο, την εξέλιξη του, την μείωση της ενεργειακής ανάγκης και την προστασία και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος. Ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και δύσκολος όπως προειπώθηκε, αλλά μπορούμε να τον ακολουθήσουμε.

Περί της κλιματικής αλλαγής

Μπορεί η επιστήμη να έχει φθάσει σε τόσο σαφή, σίγουρα και μονολιθικά συμπεράσματα σε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής και της συνακόλουθης αντιμετώπισης του με ναυαρχίδα τις ΑΠΕ, μέσα σε τόσο λίγα χρόνια; Γιατί ουσιαστικά μιλάμε για κάτι που γεννήθηκε στα τέλη του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και σε λιγότερο από 10 χρόνια είχε εγκαθιδρυθεί ως το κυρίαρχο και πανίσχυρο μοντέλο, το πολιτικώς ορθό, που όποιος το αντιστρατεύεται είναι ύποπτος, ανόητος, με τις δυνάμεις του κακού, φασίστας κλπ.

Αντί να γίνεται λόγος με βεβαιότητα για την κλιματική αλλαγή θα ήταν ορθότερο να γίνεται αναφορά σε θεωρία της κλιματικής αλλαγής. Θέλει πολλά χρόνια10 για την επιβεβαίωση μιας δύσκολης και πολύπλοκης επιστημονικής υπόθεσης ή μιας θεωρίας. Και στην εποχή μας που πολλά από τα επί αιώνες κρατούντα στα μοντέλα των φυσικών επιστημών ταράζονται και αμφισβητούνται το να υποστηρίζεται και να χτίζεται ένα οικονομικό και εν πολλοίς περιβαλλοντικό μέλλον με κάτι τόσο πρόσφατο είναι προφανώς τουλάχιστον αντιεπιστημονικό. Και μάλλον και ύποπτο. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για ένα από τα πιο σύνθετα, πολύπλοκα και πολυπαραγοντικά θέματα του πλανήτη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τις δεκαετίες του 70 και του 80 γινόταν συζήτηση όχι για υπερθέρμανση του πλανήτη αλλά για ψύξη11 του με μία νεότερη μικρή παγετωνική περίοδο12(εικόνες 1-3). Αλλά και σήμερα και πάλι υπάρχουν απόψεις ότι αυτό μπορεί να ξανασυμβεί13 σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, μετά την περίοδο υπερθέρμανσης του πλανήτη λόγω της κλιματικής αλλαγής14. Εν τω μεταξύ ήδη παρουσιάζεται και η θέση ότι ήδη το κλίμα έχει μπει σε περίοδο ψύξης αντί για ανόδου της θερμοκρασίας15 16.

Επίσης ενδιαφέρον έχει να θυμηθούμε ότι το μεγάλο περιβαλλοντικό πρόβλημα στην δεκαετία του 80 ήταν η όξινη βροχή17 (acid rain). To πρόβλημα της όξινης βροχής είχε έντονα απασχολήσει τον δυτικό βιομηχανικό κόσμο. Ως πιθανή αιτία θεωρούντο οι εκπομπές συγκεκριμένων αερίων ρύπων από μεγάλες βιομηχανίες. Τι όμως έγινε στην συνέχεια με το πρόβλημα αυτό; Λύθηκε, εκκρεμεί, ξεπεράστηκε18 ή απλά άλλαξε το επικοινωνιακό βάρος στην διαχείριση ενός περιβαλλοντικού προβλήματος;

Εικ. 1. The Cooling World (“Ο κόσμος που παγώνει” στο περιοδικό NEWSWEEK, 28 Aπρ. 1975)

(πηγή φωτογραφίας: https://longreads.com/2017/04/13/in-1975-newsweek-predicted-a-new-ice-age-were-still-living-with-the-consequences/)

 

Εικ. 2. The Cooling of America (“Το ξεπάγιασμα της Αμερικής” στο περιοδικό TIME, 24 Δεκ. 1979)

πηγή φωτογραφίας: http://content.time.com/time/magazine/0,9263,7601791224,00.html

Εικ. 3. Experts say a new ice age is imminent (“Οι ειδικοί λένε ότι επίκειται μια νέα εποχή των Παγετώνων” στο περιοδικό SCIENCE & MECHANICS, Νοέμβριος 1969)

πηγή φωτογραφίας: http://www.therxforum.com/showthread.php?t=725297&page=51

Μετά λοιπόν τις αμφιβολίες και τις υποθέσεις για ψύχρανση του παγκόσμιου κλίματος των δεκαετιών 70 και 80, το 1988 ιδρύεται η IPCC (The Intergovernmental Panel on Climate Change19) και το 1992 γίνεται η συνδιάσκεψη του Ρίο20. Εκεί τίθεται στα πλαίσια μιας διεθνούς συνθήκης ως σοβαρό παγκόσμιο θέμα η κλιματική αλλαγή. Δεν τίθεται όμως αυτό και μόνο ως σοβαρό περιβαλλοντικό ζήτημα πλανητικής κλίμακας. Είναι ένα ανάμεσα σε άλλα 5 μεγάλα θέματα που η συνθήκη αυτή προβλέπει. Πάρα ταύτα είναι αυτό που στις επόμενες 2 δεκαετίες προβάλλεται, ενισχύεται και καταξιώνεται στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου ως ύψιστης σημασίας.

Κατόπιν τα πράγματα ακολούθησαν καταιγιστικό ρυθμό. Η άποψη ότι η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός, και ότι είναι ανθρωπογενής, ότι οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και αυτό με τη σειρά του στην αύξηση των εκπομπών κυρίως του CO2 και ότι η κύρια λύση είναι η ΑΠΕ έγινε το σύγχρονο ευαγγέλιο, οι ιερές γραφές. Συνακόλουθα ξεκίνησε ο προσηλυτισμός και οι σταυροφορίες και σε επίπεδο οικονομικό και τεχνικό οι ΑΠΕ ανεπτύχθησαν και διείσδυσαν ευρύτατα και συνεχίζουν δριμύτερες σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Ήδη το 1998 υπήρξε μία πρώτη σοβαρή διαμαρτυρία εκ μέρους Γερμανών ακαδημαϊκών, το λεγόμενο Μανιφέστο του Darmstadt21, που εξέθεταν την ανησυχία και διαφωνία τους για την καταστροφή του περιβάλλοντος τις Γερμανίας από τα αιολικά πάρκα.

Τα α/π στην Εύβοια

Από το 1999 αρχίζει η κατασκευή και επέκταση των α/π στην Καρυστία της Εύβοιας. Παρά τις αντιδράσεις του ΣΠΠΕΝΚ (Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος Νότιας Καρυστίας22) και την προσπάθειά του ενημέρωσης του τοπικού πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι η περιοχή είχε ήδη ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000, η Νότια Εύβοια έφθασε μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια να έχει γίνει η πιο επιβαρυμένη23 με α/π περιοχή της Ελλάδας24(εικόνα 4). Και σήμερα όχι μόνο αυτό δεν έχει σταματήσει, αλλά αντίθετα, σαν το κώνειο απλώνεται προς το υπόλοιπο σώμα του νησιού, προς τα βόρεια, αφού ήδη έχουν εγκατασταθεί α/γ στην Κορασίδα (περιοχή Αυλωναρίου) και μέσα στους 5 τελευταίους μήνες στην Βάθεια (Αμάρυνθος, στις περιοχές Σερβούνι25 και Κοτύλαιο).

Εικ. 4. Αιολικοί Σταθμοί στη Νότια Εύβοια

πηγή φωτογραφίας: https://www.ochi.gr/en/node/56

Την ίδια περίοδο έγινε απόπειρα από αμφιλεγόμενο επιχειρηματία να εγκατασταθεί α/π στη Κύμη. Με επιχειρήματα τόσο “αεριτζίδικα” όπως ότι έτσι θα αυξηθεί ο τουρισμός γιατί θα έρχονται να δούνε τις α/γ. Η αυτοδιοίκηση υπήρξε αρχικά θετική. Μετά από συγκροτημένη αντίδραση πολιτών, με επιχειρήματα και επιστημονικό λόγο τελικά ομόφωνα το τότε Δημοτικό Συμβούλιο (περίοδος 2001-2002) είχε απορρίψει την δημιουργία α/π στη Κύμη. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του τότε Δήμου Κύμης είχε και σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή διακηρύξει την μη αποδοχή εγκατάστασης α/π στην Κύμη, ομοίως είχε αρνηθεί και την εγκατάσταση θαλάσσιων α/π στον κόλπο της Κύμης. Στην περιοχή δημιουργήθηκε ο ΣΔΑΠΠΕ ΚΥΜΗΣ (Σύλλογος Δασοπροστασίας και Προστασίας Περιβάλλοντος Κύμης) που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση της αντίδρασης κατά των α/π26. Οι κάτοικοι της περιοχής υπέγραψαν και κοινοποίησαν Διακήρυξη για το περιβάλλον της περιοχής τους το 2007-200827.

Τίποτε και κανείς όμως δεν παρέχει προστασία και σιγουριά στις σημερινές συνθήκες. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τους χάρτες της ΡΑΕ. Σχεδόν και στο καταφύγιο της Δίρφυς, στα ριζά της κορυφής, αιτούνται άδειες εγκατάστασης α/π.

Η δεκαετία του 2000

Θα μπορούσε να ονομασθεί για το συζητούμενο θέμα η σιωπηλή δεκαετία ή η υπόγεια δεκαετία. Γιατί; Γιατί ουσιαστικά διεξήχθη ένας υπόγειος πόλεμος ή επιεικώς μιλώντας μία ισχυρή αντιπαράθεση ανάμεσα από την μια μεριά στις απόψεις τις ενισχυτικές28 των ΑΠΕ και ιδίως των α/π και από την άλλη των τοπικών κοινωνιών και αρχικά των λίγων που τοποθετήθηκαν αρνητικά ενωρίς για το ζήτημα, λόγω των μεγάλων λοιπών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αμφίβολης ενεργειακής ωφελιμότητας της αιολικής ενέργειας.

Η πολιτεία χαρακτηρίζεται ως προς την συμπεριφορά της από κάποια αμφιθυμία. Η κρατούσα θέση είναι υπέρ των ΑΠΕ29. Το ίδιο είναι σε γενικές γραμμές και η θέση των media. Όμως από το αιολικό λόμπι30 συνεχώς ακούγονται διαμαρτυρίες για καθυστερήσεις, πολυνομία, δυσκολία υπέρμετρη αδειοδοτήσεων κλπ. Πρωτοπόροι στη προώθηση είναι η Greenpeace, η ΕΛΕΤΑΕΝ, ο Ελληνικός Σύνδεσμος Επενδυτών ΑΠΕ, η Μονάδα Ανανεώσιμων Ενεργειακών Πόρων του ΕΜΠ κα. Με επιχειρήματα που από ένα σημείο και πέρα είναι απλά επαναλαμβανόμενα αλλά προωθούνται ισχυρά από ΜΜΕ και πληθώρα φορέων και οργανώσεων σιγά-σιγά όλοι σχεδόν πείθονται για την μεγάλη ανάγκη (αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής), τον κακό παράγοντα (CO2), την απόλυτα ορθή λύση (ΑΠΕ) και την υστέρηση της Ελλάδας στον τομέα (λόγω πολλών αδειοδοτικών διαδικασιών ή μη ικανοποιητικών χρηματοδοτικών εργαλείων). Αναγκαίο για την προώθηση των ΑΠΕ είναι πάντοτε και ένα ευρύτερο και πολυπλοκότερο δίκτυο υψηλής τάσης. Για το λόγο αυτό επίσης ασκήθηκαν πιέσεις και ελήφθησαν νομοθετικά μέτρα τη δεκαετία του 2000.

Την ίδια περίοδο συνεχίστηκαν και μπορεί να ειπωθεί ολοκληρώθηκαν τα αναγκαία βήματα προς την πλήρη απελευθέρωση της ηλεκτρικής αγοράς, που αρχικά ρυθμίσθηκε με το νόμο Ν. 2773/99 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 286/22-12-99): «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας-Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις.» Δέλεαρ για τους καταναλωτές στην απελευθερωμένη ηλεκτρική ενέργεια ήταν η μείωση του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος. Περιττό να ειπωθεί ότι κάποια χρόνια μετά όλοι γνωρίζουμε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα στη χώρα μας έχει υπέρμετρα ακριβύνει και ανάμεσα στα άλλα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουμε και την ενεργειακή φτώχεια.

Την δεκαετία του 2000 είναι ακόμη ισχυρή η συμβολή του ΣτΕ, δια του Ε’ Τμήματός του στην διαμόρφωση νομολογικών και εννοιολογικών εργαλείων για την ευρεία προστασία του περιβάλλοντος. Οι βάσεις είχαν τεθεί την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως επί της προεδρίας του Μιχ. Δεκλερή31 (Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος κατά την δεκαετία 1990-1999).Το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ με την πλούσια νομολογία του έχει αποτελέσει ξεχωριστή πηγή δικαίου για την ελληνική έννομη τάξη. Παρά το γεγονός ότι η νομολογία αυτή δεν είναι δεσμευτική έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση και επεξεργασία μιας σειράς αρχών όπως, η αρχή της βιωσιμότητας, η αρχή της βιοποικιλότητας, η αρχή της ήπιας αναπτύξεως ευπαθών οικοσυστημάτων, η αρχή της πολιτιστικής κληρονομιάς, η αρχή του βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος. Κατάσταση που μάλλον πλέον ανήκει στο παρελθόν.

Στη διεθνή σκηνή οι παλινδρομήσεις είναι λίγες. Γίνονται διεθνείς συνδιασκέψεις, συνεχώς τίθενται νέοι και πιο φιλόδοξοι στόχοι υπέρ των ΑΠΕ από ΕΕ, ΟΗΕ κλπ. Η κλιματική αλλαγή γίνεται το κύριο επιστημονικό και περιβαλλοντικό αφήγημα και οι ΑΠΕ το “ιερό δισκοπότηρο”. Παρουσιάζονται ως ο τέλειος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να ειπωθεί ότι θέλουν να πείσουν ότι είναι ή μόνη λύση.

Εντός του αφηγήματος των ΑΠΕ τα α/π και οι α/γ (ανεμογεννήτριες) είναι η κορωνίδα. Το ισχυρότερο λόμπι, η πιο διαδεδομένη εικόνα. Σε όλες τις φιλοπεριβαλλοντικές εικονογραφήσεις32 βλέπουμε το γνώριμο σχήμα της α/γ -ένας ψηλός μεταλλικός πυλώνας με μία τριπλή έλικα. Τείνει να γίνει το πιο αναγνωρίσιμο σύμβολο. Το σύμβολο που υπόσχεται τη λύση, τη σωτηρία.

Είναι όλοι σύμφωνοι με τα α/π και τις α/γ;

Στην κυρίαρχη κατάσταση που εν συντομία περιγράφηκε προηγουμένως υπάρχουν και κάποιοι που αντιστέκονται. Ίσως όχι πολλοί για το σύνολο της χώρας. Όμως με σαφώς αυξητική τάση και κυρίως, για όσους με συνέπεια αντιδρούν στο κυρίαρχο μοντέλο ΑΠΕ και α/π, αυτό που θα πρέπει να τους αναγνωρισθεί είναι η συνεχής προσπάθεια για σοβαρή και επιστημονική αντιμετώπιση του ζητήματος. Δυστυχώς όμως τα ΜΜΕ τους αποφεύγουν και “σνομπάρουν” και η αντίθετη πλευρά (το αιολικό λόμπι) τους συκοφαντεί ως γραφικούς, ύποπτους, ακόμη και ως υπερασπιστές των συμφερόντων των πετρελαϊκών εταιρειών ή του Τραμπ.

Βεβαίως τίποτε από αυτά δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Κάνοντας μία σοβαρή σύνοψη των βασικών θέσεων γύρω από τις οποίες επικεντρώνεται η αντίδραση και αντίλογος στο κυρίαρχο μοντέλο των ΑΠΕ, θα διακρίνουμε τις εξής:

  1. ΝΑΙ υπάρχει μεγάλο και σοβαρό θέμα ίσως και πρόβλημα ως προς το παγκόσμιο κλίμα. Όμως η εξαγωγή σίγουρων και αδιαμφισβήτητων συμπερασμάτων επ’αυτού δεν είναι εύκολη και χρειάζεται ακόμη πολύ και αντικειμενική δουλειά.

  2. ΝΑΙ πρέπει να αγωνιστούμε για βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης και για βελτίωση της.

  3. ΟΧΙ όμως: οι παρουσιαζόμενες ΑΠΕ και ιδίως το κομμάτι που εδώ μας απασχολεί, τα α/π ΔΕΝ είναι η μαγική λύση.

  • Και μάλιστα όχι μόνο δεν είναι η μαγική λύση, αλλά αντιθέτως δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύουν:

  • Καταστρέφουν δάση, δασικές εκτάσεις, θαμνότοπους, περιοχές μακίας βλάστησης κλπ.

  • Αλλοιώνουν και υποβαθμίζουν τα βουνά μας (πχ εκσκαφές, κατακρημνίσεις και συμβολή στην ερημοποίησή τους).

  • Προκαλούν υποβάθμιση έως και απώλεια οικοτόπων και οικοσυστημάτων.

  • Δημιουργούν μεγάλο πρόβλημα σταθερότητας και ασφαλείας στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας.

  • Επιβαρύνουν πολυεπίπεδα την πραγματική οικονομία και τα συμφέροντα των καταναλωτών33.

  • Προκαλούν αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω του λεγόμενου παλιότερα τέλους ΑΠΕ και πλέον ΕΤΜΕΑΡ κατά 20-25%.

  • Αναλώνουν κεφάλαια κονδυλίων της ΕΕ σε επιδοτήσεις, ενώ αυτά θα μπορούσαν να ενισχύσουν άλλους κλάδους της οικονομίας.

  • Ενισχύουν επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντα που πιθανά και μάλλον προφανώς ο τρόπος λειτουργίας τους εντός της αγοράς δημιουργεί συνθήκες μονοπωλίων, καρτέλ και αν όχι τα προηγούμενα πάντως σίγουρα σοβαρών στρεβλώσεων34.

Προσφυγή στη Δικαιοσύνη

Παρ’ όλα αυτά και μέσα σε όλα αυτά κάποιοι αγωνίζονται για λύσεις και σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος. Και στα πλαίσια αυτά απευθύνονται στην ελληνική Δικαιοσύνη. Και προσδοκούν από εκεί παρέμβαση, ρύθμιση, προστασία και εν τέλει δικαίωση.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν τα αποτελέσματα ενώπιον της Δικαιοσύνης είναι τα επιθυμητά, εάν είναι σε τελική ανάλυση καλά ή όχι για τους προσφεύγοντες και επιδιώκοντες κάποιο είδος προστασίας από την άναρχη, αντιπεριβαλλοντική και πολλαπλά προβληματική επέκταση των α/π.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό -κατά την προσωπική μου άποψη- είναι ότι τα αποτελέσματα από την προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι από πενιχρά έως απογοητευτικά.

Γιατί η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν αποδίδει σημαντικά θετικά αποτελέσματα

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο παράγοντες στην διαμόρφωση της παραπάνω αρνητικής απαντήσεως:

Ι) Την δικαστική εξουσία, την ίδια τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της.

ΙΙ) Τους πολίτες συνολικά, είτε προσφεύγοντες στη δικαιοσύνη είτε όχι.

Ως προς την δικαστική εξουσία

Οι εξηγήσεις επί του πρώτου εκ των ανωτέρω έχουν εν συντομία ως εξής και κατά βάσιν μας οδηγούν ενώπιον τριών ζητημάτων – ερωτημάτων (και πολλών άλλων επί μέρους ερωτήσεων και αποριών):

Α) Περιμένουμε από τους δικαστές που ζουν και λειτουργούν εντός αυτής της κοινωνίας και εντός αυτών των τρεχουσών και κρατουσών αντιλήψεων να διαφοροποιηθούν κατά τρόπο ρηξικέλευθο; Δηλαδή περιμένουμε να ψάξουν βαθύτερα, ουσιαστικότερα και εν τέλει επιστημονικότερα (ως προς τις περιβαλλοντικές επιστήμες) τα ζητήματα που τίθενται;

Αυτό θα σήμαινε εντρύφηση στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής, των ζητημάτων παραγωγής και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, των αξιών που εμπεριέχονται στο φυσικό κεφάλαιο και στην αξία της Φύσης ως Όλου και ως κοινού πανανθρώπινου αγαθού. Αυτό επίσης θα σήμαινε γνώσεις και αντίληψη εννοιών όπως σταθερότητα ηλεκτρικού δικτύου, σημασία των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, κόστη παραγωγής και τιμές πώλησης του ηλεκτρικού ρεύματος, LCOE κ.α.π. Επίσης εξοικείωση με την απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τις προοπτικές των διακρατικών και διευρωπαϊκών διασυνδέσεων.

Θα απαιτούσε όμως κυριότερα γνώση και πιο πολύ αντίληψη εννοιών όπως οικοσυστημική αξία, αλληλοσύνδεση και αλληλεξάρτηση οικοτόπων, πολυπλοκότητα και ευθραστότητα των ζώντων οργανισμών. Και ακόμη ερημοποίηση, ιδιαιτερότητες της παραμεσόγειας βλάστησης, και ξεχωριστός γεωγραφικός χαρακτήρας μιας χώρας όπως η Ελλάδα, ταυτόχρονα εκπληκτικά ορεινής και αρχιπελαγικής. Τέλος ας τονισθεί ότι ο Έλληνας δικαστής πρέπει να θυμάται ότι ζει και δικαιοδοτεί στο πλουσιότερο από πλευράς πανίδας35 και χλωρίδας σημείο της Ευρώπης36.

Δυστυχώς με όλα τα προηγούμενα ο μέσος Έλληνας δικαστής δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση. Κάτι που ως ένα βαθμό είναι απολύτως φυσιολογικό, λόγω της ευρύτητας και πολυπλοκότητας των ζητημάτων αυτών. Αφού τα δύο κύρια αντικείμενα, που είναι η ενέργεια και το περιβάλλον είναι μεν από τα σημαντικότερα και απολύτως απαραίτητα για τη ίδια τη ζωή μας, ταυτοχρόνως όμως απίστευτα σύνθετα, πολυπαραγοντικά, σχεδόν χαοτικά και εν τέλει πολύ δύσκολα και επίπονα για την επιστημονική κατάκτησή τους.

Β) Τίθεται όμως και ένα άλλο ερώτημα συναφές με το θέμα: Μπορεί η ελληνική δικαιοσύνη να θέσει σε ριζικά ορθότερο δρόμο την ελληνική διοίκηση; Και στο ερώτημα αυτό οδηγούμαστε γιατί κατά βάσιν η προσπάθεια για αντιμετώπιση των α/π γίνεται ενώπιον του ΣτΕ. Δηλαδή ενώπιον του ανώτερου δικαστηρίου που έχει ως κύριο αντικείμενο τις διοικητικές υποθέσεις37. Έχει όμως βελτιωθεί η ελληνική διοίκηση λόγω της διοικητικής δικαιοσύνης;

Το ερώτημα είναι βεβαίως σε μεγάλο βαθμό ρητορικό. Προσωπική μου πεποίθηση όμως είναι ότι η ελληνική διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής του κράτους και ότι και να κάνει η δικαιοσύνη σίγουρα δεν μπορούν να γίνουν θαύματα, Για να θεραπευθεί κάποιος, πρώτος όρος είναι η επιθυμία του και δεύτερος όρος είναι η συνεργασία του. Και τα δύο αυτά σε γενικές γραμμές λείπουν από την ελληνική διοίκηση.

Συνεχίζοντας τις σκέψεις για διόρθωση και σωτηρία από τα λάθη -ουσιαστικά πρόκειται για συλλογικά εγκλήματα- μπορούμε να ρωτήσουμε: Γιατί δεν σώθηκε η Ελλάδα και στα ζητήματα αστικής ανάπτυξης, πολεοδόμησης, οικοπεδοποίησης και αυθαίρετης δόμησης, γιατί παρά τις χιλιάδες νομοθετικών ρυθμίσεων και δεκάδες χιλιάδες αποφάσεις δικαστηρίων τελικά βρισκόμαστε με το 95% των αστικών ιστών κατεστραμμένων ή υπέρμετρα αντιλειτουργικών και απάνθρωπα άσχημων;

Γ) Το τελευταίο μεγάλο ζήτημα-ερώτημα που γεννάται είναι η ακόλουθη σκέψη: Η δικαιοσύνη δεν ενεργεί μόνη της. Ενεργεί και δρα μέσα στα πλαίσια ενός τριπλού συστήματος, που περιλαμβάνει και την νομοθεσία και την κυβέρνηση. Κάτι σαν την τριπλή πτερωτή έλικα των α/γ. Και όπως η έλικα της α/γ δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν είτε λείπει, είτε είναι ελαττωματικό ένα από τα πτερύγια, ομοίως και η δικαιοσύνη χάνει την ικανότητά της για καλή λειτουργία όταν πάσχει κάποιο από τα άλλα δύο. Συνεπώς οι δυσλειτουργίες της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας έχουν άμεση επίπτωση και στην δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να έχεις κακούς ή προβληματικούς νόμους και καλή δικαιοσύνη38. Δεν μπορεί να έχεις απείθαρχες, κακότροπες και κουτοπόνηρες κυβερνήσεις και διοίκηση και ταυτοχρόνως καλή δικαιοσύνη. Δεν μπορεί η εκτελεστική εξουσία να παραβιάζει ή να μην σέβεται δικαστικές αποφάσεις και να περιμένουμε αποδοτική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να διαπλέκεται η κυβέρνηση με τους ανώτατους δικαστές (έστω και σε μεμονωμένα περιστατικά) και να αναμένουμε σεβασμό και αποδοχή του δικαστή και του δικαιοδοτικού του ρόλου από τον απλό πολίτη, από τον λαό.

Εν τελική αναλύσει, δεν μπορεί να αλλοιώνεται ο πυρήνας των συνταγματικών ρυθμίσεων που έχει περιβαλλοντικό σκοπό, μέσα από θεσμικά επινοήματα, νόμων, υπουργικών αποφάσεων, ειδικών χωροταξικών πλαισίων ή προσαρμογών στο ευρωενωσιακό δίκαιο και να πιστεύουμε ακόμη ότι οι κρίνοντες δικαστές θα σταθούν στο πλευρό της πραγματικής περιβαλλοντικής προστασίας και όχι της εικονικής που διαμορφώνεται μέσα από όλα αυτά.

Ως προς τους πολίτες

Όπως αναφέρθηκε αρχικά, ο δεύτερος παράγων που επιδρά αρνητικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν τα α/π, είναι οι ίδιοι οι πολίτες, συνεπώς κατά κάποιον τρόπο είμαστε όλοι εν δυνάμει υπεύθυνοι για το πρόβλημα που υπάρχει και κάθε χρόνο που περνά κακοφορμίζει και περισσότερο.

Γιατί; Ποιοι είναι συγκεντρωτικά και περιληπτικά οι λόγοι;

α) Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι πολίτες δεν κάνουν χρήση των έννομων μέσων που υπάρχουν. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς λίγοι κάνουν λίγα και για λίγο. Δηλαδή λίγοι πολίτες, κάνουν λίγα πράγματα και σε λίγες μόνο περιπτώσεις.

Έτσι όμως δεν μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες για αντιμετώπιση του προβλήματος.

Ειδικότερα:

β) Δεν μπορεί μόνο μια τρομερά μικρή μειοψηφία πολιτών να ενεργοποιείται και να δρα, να αναλαμβάνει το οικονομικό και ακόμα σοβαρότερα το προσωπικό κόστος που απαιτούν αυτές οι υποθέσεις και ταυτοχρόνως να περιμένουμε ότι θα προχωρήσουμε σε λύσεις ή έστω σε σημαντική βελτίωση.

γ) Ούτε μπορεί όλα να λυθούν στο ΣτΕ. Ή να λυθούν από το ΣτΕ. Τότε τι ρόλο έχει η αστική δικαιοσύνη ή η ποινική δικαιοσύνη ή οι εξωδικαστικές πράξεις που μπορεί να έχουν νομικό αντίκτυπο; Πχ Εξώδικα, Αιτήσεις προς αρμόδιες υπηρεσίες, Συμμετοχή σε διαβουλεύσεις και συλλογικά όργανα, υποβολή εντύπων όπως το Δ11 (Έντυπο απόψεων ενδιαφερομένου κοινού επί της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργου ή δραστηριότητας – κατηγ. Α’ για τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης39) κλπ.

Επισημαίνεται ιδίως ότι το δικαίωμα αναφοράς προς τις υπηρεσίες (ενν. οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα ν.π.δ.δ) και η υποχρέωση αυτών να ανταποκριθούν είναι κατοχυρωμένο σύμφωνα με το α. 10 του Συντάγματος40. Στο προηγούμενο δικαίωμα περιλαμβάνεται και η παροχή πληροφοριών -κάτι προφανέστατα απαραίτητο έως και πολύτιμο σε περιβαλλοντικά ζητήματα41.

δ) Ειδικά η περιβαλλοντική πληροφόρηση -πέραν των προαναφερομένων και γενικά ισχυόντων- είναι υποχρέωση του κράτους θεσμικά κατοχυρωμένη στο εσωτερικό δίκαιο αλλά και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κοινοτ. Οδηγ. 90/313/ΕΟΚ, μάλιστα τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τις δημόσιες αρχές να χορηγούν πληροφορίες για το περιβάλλον σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, χωρίς το πρόσωπο αυτό να πρέπει να αποδεικνύει συμφέρον).

ε) Τελικά οι υποθέσεις που φθάνουν στο στάδιο της δικαστικής διερεύνησης είναι λίγες (φυσικά με εκπληκτικά λιγότερα θετικά αποτελέσματα), ενώ εδώ και 18 χρόνια ζούμε με συνεχώς αυξανόμενη ένταση και σοβαρότητα το πρόβλημα. Στα μεταμνημονιακά έτη έχει λάβει όχι απλώς μεγάλες και σοβαρές διαστάσεις, αλλά έχει προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας τραγωδίας για το ελληνικό περιβάλλον και πολιτισμό. Όμως εν τελική αναλύσει είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που πολίτες, ΜΚΟ, θεσμικοί φορείς κλπ ασχολούνται και επιλέγουν και στηρίζουν τον δικαστικό αγώνα ή την σοβαρή νομική αντιμετώπιση.

Για το λόγο αυτό αναμενόμενο είναι και η αντιμετώπιση εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας να είναι αυτή που ταιριάζει σε κάτι που πιθανότατα για τον μέσο δικαστή δεν αποτελεί σημαντικό ζήτημα, δεν είναι επιτακτικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, δεν εγγίζει τον ευρύ πληθυσμό ή αυτοί που το θίγουν είναι ίσως υπερβολικοί, περίεργοι, κόντρα στα διεθνή δεδομένα κλπ.

στ) Τελευταία σκέψη-σχόλιο στην θέση-στάση των πολιτών για το ζήτημα είναι τούτο: η αντιμετώπιση των ΑΠΕ γενικά και των α/π ειδικά και των εξ αυτών προβλημάτων δεν συγκινούν και τον κύριο όγκο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, των οικολόγων και των αυτοπροσδιοριζόμενων ως κομμάτων της οικολογίας. Όλοι αυτοί κυρίως είναι από ένθερμοι οπαδοί και υποστηρικτές των ΑΠΕ έως σκεπτικιστές. Κρίμα βεβαίως -γιατί χωρίς φυσικά να αμφισβητείται δυνατότητα για διαφορετική άποψη και θέση- όμως συνήθως η θέση όλων αυτών πάσχει σε ένα σοβαρότατο επίπεδο: Ξεχνούν ότι η οικολογία είναι ολιστική και ότι η πραγματική αειφορία και βιωσιμότητα δεν μπορεί να υπάρχουν όπου ενεργούμε με τρόπους αποδεδειγμένα προβληματικούς42 εάν όχι και απελπιστικά λανθασμένους43.

Επίλογος

Τι κάνουμε λοιπόν αφού αυτές είναι οι συνθήκες; Τι μπορεί να γίνει μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω με σιγουριά. Προτείνω όμως, όλοι όσοι πράγματι ενδιαφέρονται για το περιβάλλον, την ζωή και την βελτίωση της ποιότητάς της να συνεχίσουν την προσπάθεια και τον αγώνα, να γίνουν περισσότερο μεθοδικοί και συστηματικοί και κυρίως οι σκοποί τους να διακρίνονται από την επιδίωξη της αλήθειας και της πραγματικής και βαθύτερης γνώσης. Αν αυτά γίνουν οι κοινές αρχές και βάσεις όλων των εμπλεκομένων στα περιβαλλοντικά ζητήματα, τότε και μόνον μπορούμε να προσδοκούμε καλύτερες μέρες.

Η δικαιοσύνη μέσα σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να ανέλθει στο ύψος που οφείλει ερευνώντας, προχωρώντας πέρα από τα συνήθη και τις τυπικότητες, στηριζόμενη σε γρηγορούσες συνειδήσεις, πρωτοπορώντας και ανοίγοντας δρόμο για ένα γνήσια βιώσιμο και αειφορικό μέλλον.

Δράση λοιπόν πολυεπίπεδη με κουράγιο και καρτερία και με γνώμονα το καλύτερο για τις ανθρώπινες κοινωνίες και για τη φύση. Με την επιστήμη συνοδοιπόρο αλλά όχι υποκριτικό οδηγό.

Επιπλέον όλων αυτών για εμάς τους ορειβάτες υπάρχουν και ιδιαίτεροι λόγοι για αυτή την προσπάθεια την εργώδη και δύσκολη. Μέχρι τώρα λένε ότι όταν ρωτούν τους ορειβάτες γιατί ανεβαίνετε σε αυτά τα βουνά, σε αυτές τις κορφές (που μπορεί υπονοείται να είναι από κοπιαστικό έως επικίνδυνο) η απάντηση ήταν: “Γιατί υπάρχουν”.

Λοιπόν στην καινούργια ερώτηση που οι μέρες που ζούμε έχουν προκαλέσει: “Γιατί υπερασπίζεστε τα βουνά;”, η απάντησή μας, εμάς των ορειβατών, είναι: “Γιατί υπάρχουν και θέλουμε να υπάρχουν”.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Νόμοι

Παρατίθενται μερικά νομοθετικά κείμενα (ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τα προηγούμενα) και ιστότοποι για την πρόσβασή τους:

Ν. 2773/99 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 286/22-12-99): «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας-Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις.»

Πράξεις τροποποίησης:
Ν. 3426/05 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 309/22-12-05): «Επιτάχυνση της διαδικασίας για την απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας.»
Ν. 3175/03 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 207/29-08-03): «Αξιοποίηση του γεωθερμικού δυναμικού, τηλεθέρμανση και άλλες διατάξεις.»
Ν. 2941/01 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 201/12-09-01): «Απλοποίηση διαδικασιών ίδρυσης εταιρειών, αδειοδότησης ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ρύθμιση θεμάτων της Α.Ε. «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ» και άλλες διατάξεις.»
Ν. 2837/00 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 178/03-08-00): «Ρύθμιση θεμάτων Ανταγωνισμού Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, Τουρισμού και άλλες διατάξεις.»

ΝΟΜΟΣ 3468/2006 – ΦΕΚ 129/Α’/27.6.2006 Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης και λοιπές διατάξεις.

Ειδικό Χωροταξικό ΑΠΕ

Αριθμ. 49828. Έγκριση ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων αυτού.

ΦΕΚ Β’ 2467/3-12-08

http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=zkMN5DrZKKo%3D&tabid=513

Πρωτόκολλο του Κιότο

https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%BF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%BF

Άλλες αναφορές:

  1. Global cooling στη Wikipedia

  2. Τα αρχεία του περιοδικού ΤΙΜΕ στο διαδίκτυο (http://time.com/vault/)

  3. Is This Time Magazine Cover About ‘Global Cooling’? στο https://www.snopes.com/fact-check/time-magazine-cover-global-cooling/

  4. 1988-2008: Climate Then and Now στο https://dotearth.blogs.nytimes.com/2008/06/23/1988-2008-climate-then-and-now/

  5. “To The Horror Of Global Warming Alarmists, Global Cooling Is Here” στο https://www.forbes.com/sites/peterferrara/2013/05/26/to-the-horror-of-global-warming-alarmists-global-cooling-is-here/#d7696464dcf5

Υποσημειώσεις:

1Όλοι μας έχουμε προσωπικό βίωμα της κατάντιας των ελληνικών πόλεων με προεξάρχουσα την Αθήνα Ενδεικτικά, έχω στο παρελθόν αποκαλέσει την πόλη της Χαλκίδας πόλη – άπολη. Για την έννοια του άπολις βλ. σε λεξικό Δημητράκου. Και όμως δεν ήμουν ακραίος στον χαρακτηρισμό μου. Γνωρίζω την περίπτωση του αρχιτέκτονα, θεολόγου και συγγραφέα Ιωσήφ Ροηλίδη που αυτοεξορίσθηκε στην Φιλανδία μη αντέχοντας την κατάντια της συγκεκριμένης πόλεως. Βλ. σχετ. το βιβλίο του με τίτλο “Για την πόλη που χάθηκε” εκδόσεις Μanifesto 2014.

2 Στην Κύθνο το 1982 έγινε το πρώτο α/π της Ευρώπης. Με 5 α/γ x 20 KW. Αναβαθμίσθηκε το 1990με α/γ x 33 KW. ΤΑ ΝΕΑ 16-17/9/2006.

3Η περίληψη της αποφάσεως και βασικές σκέψεις στο Νόμος + Φύση (https://nomosphysis.org.gr/17420/ste-47-2018-nomimi-perivallontiki-adeiodotisi-aspie-sti-notia-eyvoia/). Εδώ δειγματοληπτικά απομονώνονται δύο από τις σκέψεις της αποφάσεως: “Ότι στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης, μπορούσαν και έπρεπε να έχουν υποβληθεί στη Διοίκηση αντιρρήσεις” και ότι “η χρήση του αιολικού δυναμικού για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με αντίστοιχο περιορισμό της ενέργειας που παράγεται από ορυκτά, αποβλέπει στην προστασία του περιβάλλοντος με τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και την αποτροπή της αλλαγής του κλίματος¨. Βλ επίσης στοιχεία για το έργο που αφορά η εν λόγω απόφαση στη Ναυτεμπορική 31/1/18, στο “ΣτΕ: «Πράσινο» στην Enel για αιολικά” (https://www.naftemporiki.gr/finance/story/1316636/ste-prasino-stin-enel-gia-aiolika).

4Το φαράγγι του Δημοσάρι είναι από τα ομορφότερα στην Ελλάδα και διασχίζεται από παλαιό βυζαντινό μονοπάτι. Εκτός από αυτό όμως υπάρχουν κα όπως του Αγ. Δημητρίου, της Αρχάμπολής κα.

5βλ. ενδεικτικά στη Βικιπαίδεια στο λήμμα Μάνη με αρκετό υλικό, ακόμη και ντοκιμαντέρ από το αρχείο της ΕΡΤ.

6Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ (με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αθανάσιο Ράντο και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Μαργαρίτα Γκορτζολίδου) στην υπ΄ αριθμ. 1469/2018 απόφασή, βλ.“«Πράσινο φως» από το ΣτΕ για την κατασκευή δύο αιολικών πάρκων στη Μάνη”, 12/7/18, στο https://www.protothema.gr/greece/article/804645/prasino-fos-apo-to-ste-gia-tin-kataskeui-duo-aiolikon-parkon-sti-mani/.

7Σύμφωνα με το α. 682 §1 εδ.α’ “Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια, σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν”.

8Βεβαίως οι επιλογές δικηγόρων και του χειρισμού της υπόθεσης εκ μέρους τους πρώτα και κύρια βαρύνει τους αιτούντες που μάλλον με υπερβολική προχειρότητα, αδεξιότητα και ίσως κάποια “κουτοπόνηρη” συμπεριφορά χειρίστηκαν το όλο θέμα. Απλή πάντως ανάγνωση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου θα έδειχνε και σε μη νομικό ότι αυτό ήταν προχειρογραμμένο, αφορούσε ριζικά διαφορετικό περιβαλλοντικό αγαθό και κατ΄ ουσίαν ήταν προϊόν “copy-paste”.

9Για το θέμα της κλιματικής αλλαγής, των ερμηνειών και της αιτιολογίας της και του σοβαρού προβληματισμού για το εάν είναι φυσικό φαινόμενο ή ανθρωπογενής βλ. τα: Σ. Αλεξανδρής, Αν. Καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών , ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ: Το κίβδηλο άλλοθι της πράσινης ανάπτυξης στο https://drive.google.com/file/d/0B4ei4Vt9ZMqtZ0o3eFBiQWdJN0w1YnNQdFh4Z281dU1RaWU0/view, την συνέντευξη του διευθυντή του Εθνικού Μετεωρολογικού Κέντρου (ΕΜΥ) , του Θοδωρή Κολυδά, στο https://www.oneman.gr/keimena/diabasma/malebox/h-aiwnia-liakada-sto-myalo-toy-thodwrh-kolyda.5368865.html?fbclid=IwAR332WI7PNwxc0JLfsr6yiEdMazv4eNH_buWgPZuV806o9eHEVl01-VA9VE και τέλος τον επιστημονικό διάλογο των Κουτσογιάννης Δημήτρης και Λάλας Δημήτρης στο Debate: το κλίμα της γης αλλάζει ή το αλλάζουμε; που έγινε στο Ίδρυμα Ευγενίδου την 16/11/2011, με διοργανωτή το MIT Alumni Club of Greece, The University of Michigan Alumni Club of Greece (υπάρχει στο http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewevent.aspx?EventID=85).

10Ενδεικτικά πρόσφατο παράδειγμα που έχει αρκετά ακουσθεί για διάφορους λόγους: Από το 1964 που ο Άγγλος φυσικός Higs προέβλεψε την ύπαρξη του σωματιδίου που φέρει την ονομασία “μποζόνιο του Higs” μας πήρε 47 χρόνια, μέχρι το 2011, για να μπορέσουμε να το επιβεβαιώσουμε και μάλιστα χάρις στην γιγαντιαία δομή του CERN.

11Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα άρθρα με την περί ψύξης του πλανήτη εκδοχή είναι το “The cooling world” στο Newsweek της 28 Απρ. 1975. Για το άρθρο του Newsweek παρέχονται ικανοποιητικές εξηγήσεις στο “In 1975, Newsweek Predicted A New Ice Age. We’re Still Living with the Consequences” στο https://longreads.com/2017/04/13/in-1975-newsweek-predicted-a-new-ice-age-were-still-living-with-the-consequences/. Στο άρθρο γίνεται αναφορά στα πολλά σχετικά δημοσιεύματα του τύπου της εποχής εκείνης και μάλιστα mainstream περιοδικών. Ο ίδιος ο συγγραφέας του άρθρου του Newsweek δίνει τις σημερινές θέσεις του στο “My 1975 ‘Cooling World’ Story Doesn’t Make Today’s Climate Scientists Wrong) (https://www.insidescience.org/news/my-1975-cooling-world-story-doesnt-make-todays-climate-scientists-wrong) και υποστηρίζει ότι οι αρνητές της υπερθέρμανσης του πλανήτη πρέπει να σταματήσουν να χρησιμοποιούν το άρθρο του και κάνει εκτεταμένη ανάλυση των παρατιθέμενων στο άρθρο του 1975 και του τι γνωρίζουμε σήμερα.

12«Science: Another Ice Age?» στο Time. June 24, 1974.

13Earth facing a mini-Ice Age ‘within ten years’ due to rare drop in sunspot activity στη (Daily) MailOnline στο https://www.dailymail.co.uk/sciencetech/article-2003824/Earth-facing-mini-Ice-Age-years-rare-drop-sunspot-activity.html. Και η αντίθετη άποψη στο Are we headed for a new ice age? του Phil Plait στο http://blogs.discovermagazine.com/badastronomy/2011/06/17/are-we-headed-for-a-new-ice-age/

14Global Warming vs. the Next Ice Age, Will the greenhouse effect prevent the return of glaciers? του Franklin Hadley Cocks ’63, SM ’64, ScD ’65, December 21, 2009 στο MIT Technology Review, https://www.technologyreview.com/s/416786/global-warming-vs-the-next-ice-age/

15“Sorry Global Warming Alarmists, The Earth Is Cooling”, 31/5/12, του Peter Ferrara, στο https://www.forbes.com/sites/peterferrara/2012/05/31/sorry-global-warming-alarmists-the-earth-is-cooling/#42dade0b3de0

16Βλ τα συμπεράσματα στο Discussion and implications for the future, των M Lockwood, R G Harrison, T Woollings, S K Solanki “Are cold winters in Europe associated with low solar activity?” δημοσιευμένο στο Environmental Research Letters την 14/4/10 (http://iopscience.iop.org/article/10.1088/1748-9326/5/2/024001/meta#references).

17βλ. πχ TIME, November 8, 1982, No. 45.

18Ενδιαφέρον για το θέμα παρουσιάζει το σχετικό λήμμα στην ηλεκτρονική Εncyclopædia Britannica στο https://www.britannica.com/science/acid-rain. Ομοίως στα Wikipedia και EPA (United States Environmental Protection Agency).

19 https://www.ipcc.ch/

201992, Διάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο ντε Τζανέιρο “The Earth Summit” Στη Διάσκεψη συναντήθηκαν 178 χώρες, αναζητώντας λύσεις για τη φτώχεια, το χάσμα μεταξύ βιομηχανικών και αναπτυσσόμενων χωρών και τα περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Στόχος της Διάσκεψης του Ρίο ήταν να ξεκινήσει μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης παγκοσμίως, στην οποία η περιβαλλοντική προστασία και η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη θα έχουν το ίδιο βάρος. Οι συμμετέχουσες χώρες υπέγραψαν πέντε συμφωνίες: Τρεις μη δεσμευτικές: 1. Διακήρυξη του Ρίο, 2. Ατζέντα 21, 3. Δήλωση Δασικών Αρχών και δύο νομικά δεσμευτικές συμβάσεις: 4. Πλαίσιο Συνθήκης για την Κλιματική Αλλαγή, 5. Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (πρβλ. Ανδρικοπούλου Ελένη, Βιώσιμη αστική ανάπτυξη: Το γενικό πλαίσιο Παγκόσμια και Ευρωπαϊκή διάσταση (Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα, στο https://opencourses.auth.gr/modules/document/file.php/O…pdf)

21Στα αγγλικά σε αρχείο pdf στο https://savepramnos.files.wordpress.com/2011/10/darmstadt-manifesto.pdf. Στα ελληνικά στο ΕΥΠΛΟΙΑ του Δικτύου Αιγαίου http://eyploia.epyna.eu/modules.php?name=News&file=article&sid=1755 (όπου ακολουθεί και το άρθρο “Η Εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων στα νησιά των Κυκλάδων” του Μ. Δεκλερή, Προέδρου του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ κατά την δεκαετία 1990-1999, οπότε το Δικαστήριο αυτό διεμόρφωσε την πρωτοποριακή και πλούσια νομολογία του για την Προστασία του Περιβάλλοντος και την Βιώσιμη Ανάπτυξη).

22https://www.ochi.gr/

23Υπάρχει το video: Wind parks in South Karystia στο https://www.youtube.com/watch?v=dubc3WxZdls&feature=youtu.be

24Σύμφωνα με στοιχεία από τον ιστότοπο του ΣΠΠΕΝΚ: Μέχρι σήμερα στην Νότια Εύβοια λειτουργούν 352 ανεμογεννήτριες που αντιστοιχούν σε 34 εγκατεστημένα αιολικά πάρκα και μία γραμμή υψηλής τάσης για τη μεταφορά του παραγόμενου ρεύματος ισχύος 280 MW. Σε εξέλιξη βρίσκεται η κατασκευή δεύτερης γραμμής υψηλής τάσης 150 KV από τον Πολυπόταμο στον Πλατανιστό που θα υπερδιπλασιάσει τον αριθμό των εγκατεστημένων αιολικών πάρκων και θα προσθέσει 300 MW ισχύος. Με τη δεύτερη γραμμή υψηλής τάσης θα συνδεθούν τουλάχιστον 21 αιολικά πάρκα διαφορετικών εταιρειών που θα εγκαταστήσουν στα όρια των παλιών Δήμων Στύρων, Μαρμαρίου και Καρύστου.

25Αξίζει να επισημανθεί το πείσμα και η μεθοδικότητα των εταιρειών αιολικής ενέργειας. Επί πολλά χρόνια επιδιωκόταν η δημιουργία αυτών των α/π. Είχε όμως υπάρξει σοβαρότερη αντίδραση στο παρελθόν. Και μάλλον είχε υπάρξει και πραγματική άρνηση της τότε αυτοδιοίκησης, βλ. σχετ. Αντιδράσεις για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στο Σερβούνι, 11/02/2008, στο http://eyploia.epyna.eu/modules.php?name=News&file=article&sid=1768. Τώρα όμως οι συσχετισμοί δυνάμεων έχουν αλλάξει, η τοπική αυτοδιοίκηση είναι από σύμφωνη έως αδιάφορη και η ΤΑ του Δήμου Κύμης-Αλιβερίου κάνει πλάτες και επέτρεψε την δημιουργία των αναγκαίων δρόμων πρόσβασης μέσα από τις δικές της εκτάσεις, έτσι ώστε στην Αμάρυνθο οι αυτοδιοικητικοί να προφασίζονται ότι δεν έχουν ανοίξει δρόμο για τα α/π.

26Αντί πολλών βλ. “ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ” του Συλλόγου Δασοπροστασίας και Προστασίας Περιβάλλοντος Κύμης, 7/1/2008, στο http://eyploia.epyna.eu/modules.php?name=News&file=article&sid=1771

27Με την οποία δήλωσαν ότι μόνο ήπια και φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη δέχονται, αρνήθηκαν την εγκατάσταση α/π καθώς επίσης και γεωτρήσεις και μεταλλευτική δραστηριότητα από την ΛΑΡΚΟ ΓΜΑΕ.

28Σε άρθρο με τον τίτλο “Η Φύση, ο ηλεκτρισμός και η Δημοκρατία” του Αντώνη Καρκαγιάννη, Καθημερινή 25/11/2001, http://www.kathimerini.gr/686600/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/h-fysh-o-hlektrismos-kai-h-dhmokratia., ο αρθρογράφος -σημαίνων δημοσιογράφος της Καθημερινής- συνδέει την ανάπτυξη των ΑΠΕ με τον δημοκρατία και κάνει εκτεταμένη αναφορά στην έννοια της αειφόρου αναπτύξεως και της συμβολής της νομολογίας του Ε’ τμήματος του ΣτΕ για τον προσδιορισμό της, στον πρόεδρό του Μιχ. Δεκλερή. Όμως είτε αγνοείται είτε αποσιωπάται ότι ο Δεγλερής ως πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος είχε ξεκάθαρα τοποθετηθεί κατά του τρόπου ανάπτυξης των α/π στην Ελλάδα.

29Βλ ενδεικτικά άρθρο του 2004, στην Οικονομική Καθημερινή, της Χρ. Λιάγγου, με τίτλο: “Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: επανεξετάζεται το θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξή τους”. Στο άρθρο τονίζεται ο “εξαιρετικά χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης των ΑΠΕ στην Ελλάδα”, το ότι τα υπάρχοντα δίκτυα δεν επαρκούν, ότι απαιτείται απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας κλπ. Εν γένει το σύνολο των άρθρων που στηρίζουν τις ΑΠΕ κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος.

30Το σημαντικότερο λόμπι είναι η ΕΛΕΤΑΕΝ (Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας) στο http://eletaen.gr/

31βλ. βιογραφικό του στο Βιβλοnet: http://www.biblionet.gr/author/34253/%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%94%CE%B5%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CF%81%CE%AE%CF%82

32Αντί πολλών αρκεί μια ματιά στις WWF και Greenpeace.

33«Τρικ» για να κρύψουν τις αυξήσεις στο ρεύμα, ΤΟ ΒΗΜΑ 27/10/18

34Ενδεικτικά: Στο https://perivallonkaipolitiki.wordpress.com/2017/05/04/3212/ συγκεντρωμένα αρκετά σχετικά άρθρα και κάποιες διευκρινήσεις. Βλ επίσης τα “Energa – Hellas Power: Ο «λαβύρινθος» των offshore που έκρυβε 256 εκατ.” στο https://energypress.gr/news/energa-hellas-power-o-lavyrinthos-ton-offshore-poy-ekryve-256-ekat “Ο Ευ. Μυτιληναίος στο εδώλιο, θρίλερ για την προεδρία του ΣΕΒ” στο http://www.sofokleous10.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=131591:2018-05-15-13-36-49.

35Με τον όρο πανίδα εννοούμε το σύνολο των διαφόρων ειδών ζωικών οργανισμών (Σπονδυλωτών και Ασπόνδυλων) που απαντούν σε μία περιοχή. Η γνώση μας για τα ζώα της Ελλάδας ξεκινά πολύ παλιά, ουσιαστικά από τον Αριστοτέλη που πριν από 2.300 χρόνια έγραψε το Περί ζώων ιστορίαι, όπου περιέγραψε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια περίπου 600 είδη. Σύμφωνα με πρόσφατες απογραφές (Fauna Europaea 2004), στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 23.130 είδη ζώων της ξηράς και των γλυκών νερών (Λεγάκις 2004). Σ’ αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα 3.500 είδη της θάλασσας. Αν προσθέσουμε έναν αριθμό ειδών που έχει καταγραφεί αλλά δεν περιλαμβάνεται στους σημερινούς καταλόγους, φθάνουμε σε ένα σύνολο περίπου 30.000 ειδών.
Η πανίδα της Ελλάδας δεν είναι καλά μελετημένη. Καλύτερα γνωστά είναι τα Σπονδυλόζωα, ενώ τα μεγαλύτερα κενά υπάρχουν στα Ασπόνδυλα. Πιστεύεται ότι αν μελετηθεί η ελληνική πανίδα πλήρως, θα πρέπει να περιλαμβάνει περίπου 50.000 είδη! (Λεγάκις, 2007) (βλ. ιστότοπο του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, του Δασαρχείου Πάρνηθας στο http://www.parnitha-np.gr/index_panida.htm). Πάντως θεωρείται ότι η ελληνικήη πανίδα αντιστοιχεί στο 17,8% του συνόλου της ευρωπαϊκής. Το ποσοστό είναι ούτως ή άλλως συγκλονιστικό, πολλώ σε μάλλον όταν μιλάμε για μια από τις μικρότερες εδαφικά ευρωπαϊκές χώρες (http://opencourses.uoa.gr/modules/video/?course=BIOL100 και τα ΖΩΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ Ειμέλεια Α. Λεγάκις & Ρ. Πολυμένη, ΕΚΠΑ 2013 και Λεγάκις, Α. & Μαραγκού, Π. (επιμ. εκδ). 2009. Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Αθήνα, 528 σελ)

36Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου 6.000 είδη και υποείδη φυτών, από τα οποία περίπου 1.100 είναι ενδημικά, δηλαδή δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη γη. Είναι μοναδική στην Ευρώπη για τον πλούτο της, αλλά και για την μεγάλη αναλογία ενδημικών σε σχέση με την έκτασή της. Έτσι, για παράδειγμα η Γερμανία, με έκταση σχεδόν τριπλάσια της Ελλάδας έχει 2.400 είδη και 6 ενδημικά, η Αγγλία με διπλάσια έκταση έχει 2.300 είδη και 16 ενδημικά και η Ισπανία με τετραπλάσια έκταση έχει σχεδόν τον ίδιο αριθμό ειδών με την Ελλάδα (βλ. ιστότοπο του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, του Δασαρχείου Πάρνηθας στο http://www.parnitha-np.gr/index_xlorida.htm).

37Σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, οι διοικητικές διαφορές υπάγονται στην ενιαία δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ενώ η, μεταξύ αυτών, κατανομή αρμοδιοτήτων επί των εν λόγω διαφορών, έχει ανατεθεί στον κοινό νομοθέτη, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια υπάγονται: Ι. Διοικητικές διαφορές ουσίας, η εκδίκαση των οποίων διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 – Α΄ 97–). ΙΙ. Ακυρωτικές διαφορές, που έχουν μεταφερθεί στα δικαστήρια αυτά, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, με νόμο, η εκδίκαση των οποίων διέπεται από τις διατάξεις του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), κατά την κατωτέρω κατηγοριοποίηση. Περισσότερα βλ. στον ιστότοπο του ΣτΕ και της ΔΔ, http://www.adjustice.gr

38Ας επισημανθεί ότι η Πολιτεία (ως κυβέρνηση και νομοθετικό σώμα έχει υπέρμετρα, σχεδόν σκανδαλωδώς στηρίξει θεσμικά τις ΑΠΕ: επιτρεπτές εντός δασών, εντός περιοχών προστασίας της Φύσης, επιδοτούμενες κλπ.

39Σύμφωνα με το νόμο 4014/ΦΕΚ.Β’209/21.09.2011, τα δημόσια και ιδιωτικά έργα και δραστηριότητες κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον:

  • Η πρώτη (Α) κατηγορία περιλαμβάνει τα έργα και τις δραστηριότητες ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και για τα οποία απαιτείται η διεξαγωγή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) προκειμένου να τους επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί. Αυτή με τη σειρά της διαιρείται στις υποκατηγορίες Α1 (πρόκληση πολύ σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον) και Α2 (πρόκληση σημαντικών επιπτώσεων).
  • Η δεύτερη (Β) κατηγορία περιλαμβάνει έργα και δραστηριότητες τα οποία χαρακτηρίζονται από τοπικές και μη σημαντικές μόνο επιπτώσεις στο περιβάλλον, δεν ακολουθούν την διαδικασία εκπόνησης ΜΠΕ αλλά υπόκεινται σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ).
  • Περισσότερα ιδίως για τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βλ στην ιστοσελίδα του ΛΑΓΗΕ, στο

http://www.lagie.gr/systima-eggyimenon-timon/ape-sithya/adeiodotiki-diadikasia-kodikopoiisi-nomothesias-ape/periechomena/parartima-a-katataxi-ergon-ape-se-katigories/

40Άρθρο 10 (Δικαίωμα αναφοράς, αίτηση πληροφοριών προς τις αρχές): 1. Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο. 2. Μόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής στην οποία απευθύνεται η αναφορά, και με την άδεια της, επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σ` αυτή. 3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει.

41Το θέμα καλύπτεται λεπτομερέστερα στα α. 4 (Διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση) και 5 (Πρόσβαση σε έγγραφα) του Ν 2690/1999: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ.

42Δεν μπορεί στο όνομα της σωτηρίας από την κλιματική αλλαγή να καταστρέφουμε το δάσος, δηλαδή το πλανητικό παράγοντα δέσμευσης του CO2 μέσα από την διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Η αιολική ενέργεια δεν δεσμεύει CO2. Απλά δεν απελευθερώνει κατά το στάδιο λειτουργίας μίας α/γ. Για την παραγωγή και τοποθέτησή της όμως αποδεσμεύεται ικανή ποσότητα CO2 που προστιθέμενη στην αναγκαστική λειτουργία των θερμικών μονάδων βάσης πιθανότατα εν τέλει έχουν αρνητικό οικολογικό αποτύπωμα, δηλαδή σε τελική ανάλυση επιβαρύνουν τον πλανήτη με πρόσθετο CO2.

43 Δεν ωφελεί την εθνική οικονομία η ενεργειακή ανάπτυξη των ΑΠΕ που μειώνει την γεωργική γη ή διώχνει από τα βουνά τους κτηνοτρόφους, τους μελισσοκόμους ή τον εναλλακτικό τουρισμό.

* Δικηγόρος, επιμ/θείς στο ΕΚΠΑ στη Βιώσιμη Ανάπτυξη και το Περιβάλλον

** το κείμενο σε αρχείο PDF: Εισήγηση της 26 Νοεμ.18 b

*** το παρόν αφιερώνεται σε αυτούς που με έμαθαν να αναζητώ την αλήθεια και σε αυτούς που και εγώ με τη σειρά μου προσπαθώ να καλλιεργήσω την ίδια αναζήτηση

το απαγορευμένο δοκιμαστικό τρίπτυχο της ΔΑΧ

leave a comment »

Δεν ξέρω γιατί αλλά το πιο κάτω τρίπτυχο, που είχε κυκλοφορήσει σε δοκιμαστική μορφή, δεν θέλησαν να δημοσιευθεί έστω και με την ένδειξη ότι ήταν «δοκίμιο», στο ιστολόγιο Δημοτική Αγορά Χαλκίδας

Μετά από όσα έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου για την πορεία της υπόθεσης της αναπαλαίωσς, ανακαίνισης, επανάχρησης, διατήρησης κλπ κλπ της ΔΑΧ δεν θεωρώ ότι δεσμεύομαι να μην το δημοσιεύσω. Από την Ομάδα (ΟΠΠΟΔΕΔΑΧ)  έχω προ πολλού αποχωρήσει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παρακολουθώ και ότι δεν έχω γνώμη και άποψη.

Επισημαίνω ότι η μη δημοσίευση του πιο κάτω έγινε σχεδόν κατά διαταγήν. Όπως επίσης ότι η διαγραφή κάποιων μελών της Ομάδας  έγινε χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση και διαδικασία. Και ότι πρωτεργάτες της Ομάδας παρουσίασαν στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του Δήμου Χαλκιδέων προτάσεις που απείχαν από πολύ έως και προκλητικά πολύ από τους στόχους της Ομάδας περί διατήρησης της ΔΑΧ ως μνημείου…

soufl_0001

soufl_0002

Written by dds2

2 Οκτωβρίου, 2017 at 9:13 μμ

Αναρτήθηκε στις Uncategorized

Tagged with , ,