περιβάλλον και πολιτική

Posts Tagged ‘χωροταξία

Τσιμέντο να γίνει…

with one comment

Εδώ ελάχιστα τα λόγια, πολύ το τσιμέντο, γιαυτό και τρία σκίτσα!

Στην Ακρόπολη

Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού στην «Εφ.Συν», 2/11/2020

Στην Μύκονο

Σκίτσο του Δημήτρη Γεωργοπάλη, από τον δρόμο ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, αρ. φύλ. 632, 8/4/2023

Στα ελληνικά βουνά

του Γιάννη Δερμεντζόγλου, tvxs, 4/6/2021

Ο ΣτΠ για το ψηφισθέν ν/σ Χατζηδάκη (περ/κό νόμο)

leave a comment »

Σχόλια για το Περιβαλλοντικό σχέδιο νόμου

Σχόλια του Συνηγόρου του Πολίτη επί του σχεδίου νόμου ««Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις».

Συμπληρωματικά Αρχεία

Α. Βλαντού, Το τοπίο ως περιβαλλοντικό αγαθό : Ασυμβατότητα μεταξύ δικαίου προστασίας και πραγματικότητας

leave a comment »

Το τοπίο ως περιβαλλοντικό αγαθό : Ασυμβατότητα μεταξύ δικαίου προστασίας και πραγματικότητας

Παρασκευή, 17 Μαΐου 2013, από το https://www.citybranding.gr/2013/05/blog-post_17.html?m=1&fbclid=IwAR06RAMKeTRdXdXmnlyD2LAqZPL_Xs4dZAuEHQyQKrfnp0S_nsnP-cBa9aE

ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΚΑΛΑΒΕΣΙΟΥ: Το Ελληνικό τοπίο
Α. Βλαντού
Το τοπίο στην Ελλάδα έχει αναγνωριστεί ως αγαθό δημοσίου συμφέροντος, με σημαντικό ρόλο στο περιβάλλον – φυσικό και πολιτιστικό – στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, στο βαθμό που δεν αφορά μόνο το οικοσύστημα, το σκηνικό, τις ιστορικές ή συναισθηματικές μνήμες, αλλά όλα αυτά μαζί. Το ελληνικό δίκαιο μερίμνησε έγκαιρα για την προστασία και αειφορική διαχείριση του τοπίου, όχι μόνο υπό την έννοια του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και για λόγους πολιτιστικούς, αισθητικής, εθνικής οικονομίας και ποιότητας της κοινωνικής ζωής. Τα θεσμικά μέτρα συμπληρώθηκαν σταδιακά, από το 1938 έως σήμερα, με την κύρωση, το 2010, της «Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου» ή «Σύμβασης της Φλωρεντίας» (στο εξής «Σύμβαση»).
Στην πράξη οι θεσμοί απαξιώθηκαν. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, ωθούμενες από τη λογική της «ανάπτυξης» αποστέρησαν το χωρικό σχεδιασμό από κάθε κριτήριο συνεκτίμησης άυλων αγαθών και άφησαν τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό ουσιαστικά μακράν από τα χωρικά δρώμενα. Θλιβερό επακόλουθο η αλλοίωση πολύτιμου πλούτου της ταυτότητας και αναγνωρισημότητας του ελληνικού χώρου. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η αναζήτηση των αιτίων που ευθύνονται για την εγκατάλειψη του τοπίου , η αξιολόγηση των μέτρων που προωθεί σήμερα η Πολιτεία, η εκτίμηση των προοπτικών που ανοίγονται και η διατύπωση προτάσεων για την εφαρμογή ρεαλιστικής και αποτελεσματικής πολιτικής αντιμετώπισης της παθογένειας.
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για την Ελλάδα το τοπίο συνιστά αξία διαχρονική, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοναδικότητα του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με ευεργετικές επιρροές σε κρίσιμους τομείς κοινωνικούς, οικονομικούς, αναπτυξιακούς. Ωστόσο, στο χώρο που ζούμε, η όψη του τοπίου σηματοδοτεί το πλέον εμφανές χαρακτηριστικό υποβάθμισης του περιβάλλοντος από αλόγιστες ανθρώπινες επεμβάσεις, αντίθετες με όσα η νομοθεσία προβλέπει.
Πρόσφατα η Πολιτεία ενέταξε, για πρώτη φορά, στο χωρικό σχεδιασμό την εξειδίκευση μέτρων προστασίας του τοπίου, υπό την επήρεια προφανώς κύρωσης της «Σύμβασης», έκφραση της εθελούσιας συμφωνίας των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αειφορική διαχείριση και προστασία του τοπίου στον Ευρωπαϊκό χώρο. Επιδίωξη της εισήγησης είναι η συμβολή στην αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν Πολιτεία και πολίτες να πληγώσουν το τοπίο, αγνοώντας ή αψηφώντας θεσμικές υποχρεώσεις, η αξιολόγηση των πρόσφατων βημάτων με τα οποία η Πολιτεία επιχειρεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, η εκτίμηση των νέων προοπτικών και η προσέγγιση κατάλληλων μέτρων και πολιτικών αναφοράς.
Ίσως, στις τρέχουσες συγκυρίες οικονομικής κρίσης, φαντάζει ως πολυτέλεια ένα τέτοιο εγχείρημα. Όμως η κρίση δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι πρωτίστως κρίση πολιτισμική, κρίση αξιών. Γι’αυτό και μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης αφύπνισης από τη μακαριότητα με την οποία συνηθίσαμε να ατενίζουμε τη βάναυση προσβολή του χώρου, ως αναλώσιμου αγαθού. Να αλλάξουμε πορεία, να στραφούμε σε πολιτικές ουσιαστικές, όχι πλασματικές, ικανές να καλύπτουν την αναπτυξιακή διάσταση, χωρίς να εξοστρακίζουν αξίες και άυλα πολιτισμικά αγαθά.
2. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΣ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
2.1. Σημειολογία του τοπίου
Εννοιολογικά η προσέγγιση του τοπίου είναι ιδιαίτερα σύνθετη, πολυδιάστατη και ως εκ τούτου ασαφής. Δεν αφορά μόνο το οικοσύστημα, το σκηνικό, ή τις μνήμες και συναισθηματικές επιρροές στον άνθρωπο. Είναι συγχρόνως όλα αυτά μαζί. Χαρακτηριστικός ο καινοτόμος, συνοπτικός και περιεκτικός ορισμός της «Σύμβασης»: Τοπίο είναι η περιοχή που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ως «αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης φυσικών και /ή ανθρωπογενών παραγόντων». Συντίθεται συνεπώς από το φυσικό περιβάλλον και την επέμβαση του ανθρώπου σ’αυτό, με έντονο το στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης και υπερκεράζει τις τομεακές περιβαλλοντικές προσεγγίσεις, αποτελώντας ενοποιητικό κρίκο περιβαλλοντικών και χωρικών συνιστωσών (Μπεριάτος, 2007).Πάντα κατά τη «Σύμβαση», αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγων της ποιότητας ζωής στις αστικές περιοχές, στην ύπαιθρο, σε περιοχές υψηλής ποιότητας ή υποβαθμισμένες, ως «σημείο-κλειδί για την ατομική και κοινωνική ευημερία». Η συνθετότητα και οι πολλαπλές εκφάνσεις του χαρακτήρα του (φυσική, πολιτιστική, οικονομική, κ.λπ.), η διαχρονική εξέλιξή του συνδεδεμένη με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές μεταβολές, τις συνθήκες ζωής, τις ανθρώπινες συμπεριφορές και νοοτροπίες, προσδίδουν στο τοπίο τη δυναμική διεπιστημονικής θεώρησής του (Μαριά, 2009).
Ας σημειωθεί ότι, σε διεθνές επίπεδο, πριν από την κινητοποίηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το τοπίο είχε αναχθεί σε προστατευόμενο αγαθό από το 1972 έτος υπογραφής, στο πλαίσιο της UNESCO, της «Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς».
Αφορμή για την ενεργοποίηση της διεθνούς Κοινότητας στάθηκε τότε η καταστροφή που υπέστησαν οι πολιτιστικοί θησαυροί των λαών της Ευρώπης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το επίκεντρο εστιάστηκε στα πολιτιστικά αγαθά και τα τοπία εξετάσθηκαν από την άποψη της πολιτιστικής αξίας, ως έργα ανθρώπου ή ως συνδυασμός έργων ανθρώπου και φύσης.
Ζερόμ Σφαέλλο

2.2. Το ελληνικό Δίκαιο

Η χώρα μας κύρωσε τη «Σύμβαση» με καθυστέρηση δεκαετίας, για προφανείς λόγους παγιωμένους στην ελληνική πραγματικότητα: Έλλειψη νομικής υποχρέωσης, δεδομένου του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της, εγγενείς διοικητικές αγκυλώσεις, γραφειοκρατικές εμπλοκές, πιέσεις ανταπόκρισης έναντι άλλων επιτακτικών αναγκών και υποχρεώσεων. Η κύρωση επισφραγίζει, μάλιστα, μια εποχή που η συνειδητοποίηση και ευαισθησία για τα προβλήματα του βιοφυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος διευρύνονται, ενώ η ανησυχία για τα μικρά ή μεγάλα περιβαλλοντικά εγκλήματα που διαπράττονται οξύνεται. Ένα νέο νομικό κείμενο προστίθεται έτσι σε όσα ήδη ρυθμίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις Πολιτείας και πολιτών έναντι της προστασίας του τοπίου.
Η ελληνική έννομη τάξη είχε από μακρόν ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα σεβασμού της φύσης, όχι μόνον υπό την έννοια του φυσικού περιβάλλοντος (πανίδα, χλωρίδα, δασική βλάστηση, γεωμορφολογικοί σχηματισμοί), αλλά και για λόγους αισθητικούς (αισθητική, ψυχική υγιεινή, απόλαυση και ανάπαυση), πολιτιστικούς, εθνικής οικονομίας (τουρισμός). Η προστασία ανάγεται τόσο σε επίπεδο Συντάγματος, όσο και κοινής νομοθεσίας, με έτος εκκίνησης το 1938 (α.ν.856). Θα ακολουθήσουν ο ν.1469/1950, που εισήγαγε την έννοια των τόπων ή έργων «χαρακτηριζομένων ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» (ΤΙΦΚ), και προέβλεψε γι’αυτά καθεστώς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρχαιολογικού Κώδικα (κ.ν.5351/1932). Η αρμοδιότητα χαρακτηρισμού, υπαγόμενη αρχικά στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, μεταφέρθηκε το 1984 στο τότε ΥΠΕΧΩΔΕ, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ότι το περιβάλλον (φυσικό και πολιτιστικό) συνιστά ενιαίο έννομο αγαθό, εκφάνσεις του οποίου αποτελούν οι εν λόγω τόποι.
Έπονται τα ν.δ.8/1969 και 996/1971 που υιοθετούν δύο νέες κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών: α) Τα «αισθητικά δάση», δάση «αναψυχής, υγείας και περιπάτου ή τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» με ενδιαφέρον από άποψη αισθητική, υγιεινή και τουριστική και β) Τα «διατηρητέα μνημεία της φύσεως», εκτάσεις «με ιδιαιτέραν παλαιοντολογικήν, γεωμορφολογικήν και ιστορικήν σημασίαν», καθώς και τα μεμονωμένα στοιχεία της φύσης με αντίστοιχα χαρακτηριστικά.
Το Σύνταγμα του 1975-1986/2001 εμφύσησε νέα πνοή στην προστασία του περιβάλλοντος, την οποίαν ανήγαγε σε Συνταγματικά προστατευόμενη αξία και υποχρέωση του κράτους. Σε αρμονία με τις Συνταγματικές επιταγές και νέες αντιλήψεις, ο ν.1650/1986 προσέγγισε την έννοια «περιβάλλον» ως «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, τα οποία ευρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες». Αναγνώρισε την προστασία του περιβάλλοντος ως «θεμελιώδες και αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής και αναπτυξιακής διαδικασίας και πολιτικής» και θέσπισε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς. Αντικείμενο προστασίας αποτελούν περιοχές, μεμονωμένα στοιχεία ή σύνολα της φύσης και του τοπίου «λόγω της οικολογικής, γεωμορφολογικής, βιολογικής, επιστημονικής ή αισθητικής σημασίας τους». Οι διατάξεις, εμφορούμενες από την προσέγγιση του διεθνούς και κοινοτικού δικαίου, αναγνώρισαν την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και επίδραση των στοιχείων του περιβάλλοντος και υιοθέτησαν την προστασία της φύσης και του τοπίου κατά τρόπο συνολικό, χωρίς διάκριση στα επί μέρους χαρακτηριστικά τους. Η βούληση του νομοθέτη ενισχύθηκε με την εισαγωγή της έννοιας του» «οικοσυστήματος» (σύνολο βιοτικών και μη βιοτικών παραγόντων), η προστασία του οποίου απαιτείται να είναι συνολική και συγχρόνως εξατομικευμένη στη βάση των, κατά περίπτωση, ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (Καράκωστας, 2000).
Ο νόμος, με βάση «κριτήρια χαρακτηρισμού και αρχές προστασίας», κατέταξε τα αντικείμενα προστασίας και διατήρησης της φύσης και του τοπίου σε κατηγορίες, μεταξύ των οποίων οι «προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, προστατευόμενα τοπία ή στοιχεία του τοπίου». Με Π.Δ/γμα χαρακτηρίζεται το αντικείμενο προστασίας και διατήρησης και ορίζονται οι αναγκαίοι προς τούτο γενικοί όροι, περιορισμοί και απαγορεύσεις. Με κοινή Υπουργική Απόφαση εγκρίνεται ο κανονισμός διοίκησης και λειτουργίας, που διέπει την οργάνωση και λειτουργία του προστατευόμενου αντικειμένου και εξειδικεύονται οι όροι άσκησης έργων και δραστηριοτήτων. Στην ίδια κατεύθυνση ο ν.3937/2011 θεσμοθετεί τα «Προστατευόμενα τοπία ή προστατευόμενους φυσικούς σχηματισμούς», βάση των φυσικών ή ανθρωπογενών χαρακτηριστικών τους, της οικολογικής, αισθητικής ή πολιτισμικής αξίας, της προσφοράς για αναψυχή του κοινού.
Η νομική προστασία του τοπίου, ως πολιτιστικού αγαθού, ισχυροποιείται με το ν.3028/2002, που διευρύνει την έννοια των πολιτιστικών αγαθών και θεωρεί αυτά ως μαρτυρίες των ατομικών και συλλογικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ενώ ως μνημεία ορίζει τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου η πολιτιστική κληρονομιά προσλαμβάνει τριπλή έννοια : Στοιχείο διαμόρφωσης της ιστορικής μνήμης, συνιστώσα του ευ ζην, διαχρονικός παράγοντας εμπλουτισμού της ανθρώπινης ζωής. Οι διατάξεις του νόμου δεν περιέχουν ρητή αναφορά στο τοπίο. Πλην όμως τούτο, προϊόν της διαχρονικής αλληλεπίδρασης και των συγκρούσεων ανθρώπου και φύσης, εντάσσεται στα πολιτιστικά αγαθά, συνεπώς και στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σημαντική η συνεισφορά του Σ.τ.Ε., που προσέδωσε στις διατάξεις για την προστασία της φύσης και του τοπίου ιδιαίτερη βαρύτητα, προσφεύγοντας, προς τούτο, στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Κατά την κρατούσα νομολογιακή άποψη, «επιβάλλεται ειδική προστασία και των περιοχών των οποίων τα οικοσυστήματα έχουν ιδιαίτερη αισθητική αξία συνδυαζόμενη, μάλιστα, και με πολιτιστικά ανθρωπογενή χαρακτηριστικά με τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο». Συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελεί, κατά τη νομολογία, και η διάσωση εις το διηνεκές και προστασία των στοιχείων που αποτελούν προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.
3.ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
3.1. Ατελέσφορη εφαρμογή δικαίου και αίτια
Μεταξύ θεσμικού πλαισίου και πράξης ανοίγεται χάσμα. Πολλά ελληνικά τοπία έχουν ήδη πληγεί βάναυσα. Το 1998 σε ερευνητικό έργο του Ε.Μ.Π. διαπιστώθηκε ότι από τα 507 κηρυγμένα ΤΙΦΚ τα 309 είχαν πληγεί, σε βαθμό συχνά μη αναστρέψιμο, από πυρκαγιές, έντονα οχλούσες δραστηριότητες, καθώς και από την «αξιοποίηση» του φυσικού κάλλους που αυτά διέθεταν, προς όφελος της «ανάπτυξης» που καταστρέφει όσα ακριβώς στοιχεία τη στηρίζουν και την τρέφουν. Πρόσφατο ερευνητικό πρόγραμμα του Χαρακοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών κατέγραψε περί τα 150 τοπία, ως έχουν σήμερα, και έφερε στο φως την πικρή αλήθεια: «ορισμένα από το πάλαι ποτέ ωραιότερα τοπία της χώρας είναι πλέον μη αναγνωρίσιμα». Τα ελληνικά τοπία αφέθηκαν στην τύχη τους, πληγώθηκαν, σταδιακά εξαφανίστηκαν και έφθειραν τις αισθητικές ιδιαιτερότητες, την ταυτότητα και διαφορετικότητα του ελληνικού περιβάλλοντος, συμπαρασύροντας δεσμούς, μνήμες και παραδόσεις, άυλα πολιτιστικά αγαθά. Η εξαφάνιση κάθε αισθητής πραγματικότητας του χώρου, η αλλοίωση, συχνά βάναυση, της απειρίας των μεταμορφώσεων και της ενότητας στην ποικιλία του ελληνικού τοπίου αποτελούν γεγονός.
Την ευθύνη για τη βεβήλωση του ελληνικού τοπίου δεν τη φέρει η έλλειψη νομικής προστασίας. Αντίθετα η νομική αντίληψη εκφράστηκε μέσα από ποικίλες, σταδιακά διευρυνόμενες και εμπλουτιζόμενες ρυθμίσεις. Αρχικά το αντικείμενο προστασίας περιορίστηκε μόνο στα ΤΙΦΚ, χωρίς εξειδίκευση του βαθμού προστασίας, χωρίς κριτήρια επιλογής του χαρακτηρισμού. Ωστόσο, ως ΤΙΦΚ χαρακτηρίστηκαν πέραν των 400 τόποι, για τους οποίους, κατά κανόνα, η προστασία περιορίστηκε στα χαρτιά, ενώ η αδιαφορία και η ατιμωρησία για τις βλαπτικές επεμβάσεις επεκράτησαν ως καθεστώς. Αλλά και για τις προστατευόμενες περιοχές που διέπονται από το εξειδικευμένο πλαίσιο προστασίας της δασικής νομοθεσίας, η κατάσταση είναι απογοητευτική. Ακολούθησαν και αυτές την εξελικτική πορεία την οποίαν ασυνείδητα, σφαλερά ή επιπόλαια χαράξαμε, με οδηγό την καρτεσιανή λογική που θέλει τον άνθρωπο εξουσιαστή της φύσης και αυτήν υπηρέτη του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό δείγμα η αλλοίωση των λόφων της Αθήνας – Λυκαβηττός, Στρέφη, Φιλοπάππου – και των ορεινών συμπλεγμάτων της Αττικής (Παπαγεωργίου-Βενέτας, 2004). Παράγοντες αρνητικοί και πρακτικές ευθέως αντίθετες με την έννοια της προστασίας κέρδισαν έδαφος. Η αλόγιστη χρήση, εκμετάλλευση και κατασπατάληση των φυσικών πόρων για πρόσκαιρα οφέλη, η κερδοσκοπία επί της αστικής γης, η αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει την εφαρμογή των μέτρων που η ίδια θέσπισε, η ανάπτυξε που αμβλύνει την ευαισθησία για το περιβάλλον και η ατιμωρησία έδρασαν ανενόχλητα. Ανάλογες πρακτικές και αντιλήψεις συνεχίζουν να κυριαρχούν και μετά το ν.1650/1986 και το ν.3028/2002, παρά το γεγονός ότι η προστασία του τοπίου οργανώθηκε πληρέστερα, υπό την ευρεία έννοια, ως φυσικού πόρου και αγαθού προσφοράς υπηρεσιών στην παραγωγική διαδικασία και τις κοινωνικές δομές και ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ ενισχύθηκε περαιτέρω και εδραιώθηκε με τη συμβολή της νομολογίας.
Αν το θεσμικό πλαίσιο είχε τύχει ορθής εφαρμογής, υποκείμενης σε ουσιαστικό έλεγχο των υπεύθυνων υπηρεσιών, οι ανθρώπινες επεμβάσεις θα όφειλαν να σέβονται το τοπίο, να χωρούν αρμονικά σ’ αυτό, να συμβιώνουν με αυτό ισότιμα και όχι ανταγωνιστικά. Ωστόσο ο χώρος τον οποίον βιώνουμε άλλα μαρτυρεί. Στην πράξη οι διατάξεις ελάχιστα αξιοποιήθηκαν, έμειναν ανενεργές, καταστρατηγήθηκαν, ή εφαρμόστηκαν κατά περίπτωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο σύνολο των περιβαλλοντικών μελετών, που έχουν εκπονηθεί μέχρι σήμερα, ο χαρακτηρισμός τόπων ως προστατευόμενων τοπίων σπανίζει. Για το αποτέλεσμα η επίκληση επιχειρημάτων δεν λείπει: Επικέντρωση του ενδιαφέροντος της Πολιτείας στην προστασία και διαχείριση του γεωφυσικού και βιολογικού περιβάλλοντος (περιοχές Ramsar, Δίκτυο Natura, κ.ά), οικονομικές συγκυρίες, αδυναμία διοικητικών δομών, κατακερματισμός αρμοδιοτήτων. Καθοριστικά επέδρασε και το γεγονός ότι τα μέτρα προστασίας του τοπίου, ως περιβαλλοντικά, αποτελούν προϊόν πολιτικών επιλογών που τελούν υπό την πίεση κοινωνικών απαιτήσεων και συνεπώς συνδέονται, αναπόφευκτα, με τη στάθμιση διιστάμενων απόψεων και αντιφατικών συμφερόντων. Η προστασία της φύσης είναι ο τομέας για τον οποίο η αφύπνιση των πολιτών, ατομικά και συλλογικά, έγινε αντιληπτή πολύ πιο έντονα απ’ότι η ευαισθητοποίηση σε άλλα ζητήματα. Ο φυσικός χώρος είναι αυτός της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας και η συνειδητοποίηση της έντασης των προβλημάτων της οικολογικής καταστροφής αναπτύσσεται πιο άμεσα και απτά, επηρεάζοντας αντίστοιχα τις δράσεις της Πολιτείας. Αντίθετα, η αναγνώριση και προστασία του τοπίου ως πολύτιμου πόρου για το περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία δεν έχει ακόμα κατακτηθεί, δεν αποτελεί «κοινό αίσθημα», ούτε προβάλλεται ως κοινωνική αναγκαιότητα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις μέχρι τώρα πολιτικές επιλογές.
Τα ανωτέρω δεν μπορούν να παρέχουν άλλοθι στην έλλειψη πολιτικής, στην ασυνειδησία με την οποίαν τα ελληνικά τοπία αφέθηκαν στην τύχη τους, πληγώθηκαν ή και εξαφανίστηκαν υπό την πίεση των αναγκών «οικονομικής μεγέθυνσης». Τα αίτια είναι ουσιαστικότερα και βαθύτερα. Το τοπίο εντάχθηκε στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό χωρίς καμία διασύνδεση με τα χωρικά δρώμενα. Αγνοήθηκε το γεγονός ότι τα χωρικά σχέδια και προγράμματα είναι αυτά που επηρεάζουν άμεσα πλήθος ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Η Πολιτεία επέλεξε, για τις περιβαλλοντικές συνιστώσες, την υιοθέτηση ενός αυτόνομου πλαισίου εργαλείων και δράσεων, κατ’ουσίαν ανεξάρτητου από αυτό των χωρικών συνιστωσών, χωρίς άμεση, αμοιβαία διασύνδεση και αλληλεξάρτηση. Αρκέστηκε απλώς στην, κατά περίπτωση, συνεργασία των υπεύθυνων για το περιβάλλον και τη χωρική οργάνωση αρχών. Αντίθετη λογική επικρατεί στο ν.3208/2002 που προβλέπει ότι η προστασία μνημείων, αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων, περιλαμβάνεται στους στόχους κάθε επιπέδου χωροταξικού, πολεοδομικού, περιβαλλοντικού σχεδιασμού ή άλλου υποκατάστατου, διασυνδέοντας έτσι την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς με αυτήν του χώρου, χωρίς, έως τώρα, ορατά, ουσιώδη αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση οι επιλογές ως προς τις σχέσεις «περιβάλλον-χώρος» στάθηκαν μοιραίες για την αλλοίωση του τοπίου, και όχι μόνον (Βλαντού, 2010). Αναπόφευκτο επακόλουθο, η αναποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων, το χάσμα ανάμεσα στην υιοθέτηση νομικών δεσμεύσεων και στην εφαρμογή τους. Αλλά και οσάκις επιχειρήθηκε η λήψη μέτρων ακολούθησαν η καταστρατήγηση, η αδυναμία παρακολούθησης και ελέγχου εφαρμογής. Αν εδώ προστεθούν η έλλειψη συνέπειας των πολιτικών επιλογών, το αποτέλεσμα δεν εκπλήσσει.
3.2. Πρόσφατες ρυθμίσεις, νέες υποχρεώσεις και προοπτικές
To 2008 εγκρίθηκε το Γενικό Πλαίσιο ΧΣΑΑ. Σύμφωνα με τις αρχές του ν.2742/1999, βάσει των οποίων το τοπίο συνιστά διακριτή παράμετρο των χωροταξικών σχεδίων, το Γ.Π. ενέταξε στους στόχους του «Την ανάδειξη των, μοναδικής αξίας φυσικών και πολιτιστικών πόρων…» και θέσπισε κατευθύνσεις για τη «Διαχείριση φυσικού και πολιτιστικού πλούτου», καθώς και «για την προστασία του τοπίου και της υπαίθρου από την άναρχη οικιστική ανάπτυξη». Το σύνολο των κατευθύνσεων, εντυπωσιακών σε φιλόδοξες προοπτικές, αναλώνεται σε καλές προθέσεις, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση κριτηρίων και μέσων στρατηγικής εμβέλειας. Με μισή καρδιά εξαγγέλλονται γενικόλογες ρυθμίσεις βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου, με περιορισμό της αυθαίρετης δόμησης (Βασενχόβεν,2008). Η επιχειρησιακή διάσταση απουσιάζει, γεγονός που, σε συνδυασμό με την έλλειψη χρονικού προγραμματισμού και προτεραιοτήτων, οδήγησε σε πλήρη αδράνεια το σύνολο των διατάξεων. Αναφορά στο τοπίο γίνεται και στα Ειδικά Πλαίσια Χ.Σ.Α.Α. για κλάδους παραγωγικών δραστηριοτήτων – ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιομηχανία, τουρισμός – χωρίς όμως, με εξαίρεση αυτό των Α.Π.Ε., καμία ειδικότερη συνεισφορά στην προσέγγιση του θέματος «τοπίο».
Ήδη ωστόσο η Ελλάδα κύρωσε τη «Σύμβαση», ένα σύγχρονο, κατευθυντήριο, νομοθετικό πλαίσιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε υποχρεώσεις έναντι της διεθνούς κοινότητας. Το πεδίο εφαρμογής της «Σύμβασης» είναι ευρύτατο. Εμπεριέχει όλα τα είδη τοπίων φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (αστικά, περιαστικά, αγροτικά, φυσικά), σε κάθε εδαφική επιφάνεια (ξηρά, υδάτινες περιοχές, παράκτια ζώνη, θάλασσα), τόσο τα εξαίρετου κάλλους, όσο και αυτά που έχουν υποβαθμιστεί από ανθρώπινες επεμβάσεις, ή φυσικές χωρικές μεταβολές. Οι πολιτικές προστασίας οφείλουν να αναγνωρίζουν και να συνάδουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τοπίου, όπως και να εξειδικεύονται σε μέτρα διαφύλαξης, αποκατάστασης, διαχείρισης, διαφοροποιούμενα σε ένταση και υφή. Τα εθνικά κράτη διατηρούν τη διακριτική ευχέρεια επιλογής των μέτρων και μέσων παρέμβασης, πλην όμως θα πρέπει να ανταποκριθούν στην κάλυψη των Γενικών Μέτρων της «Σύμβασης» : Νομική αναγνώριση του τοπίου, εφαρμογή πολιτικών προστασίας, διαχείρισης και σχεδιασμού, ενσωμάτωση του τοπίου στη χωρική, περιβαλλοντική, πολιτιστική, οικονομική πολιτική και σε κάθε τομέα που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζει το περιβάλλον, θεσμοθέτηση συμμετοχικών διαδικασιών στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων. Ομοίως οφείλουν να ανταποκριθούν στα Ειδικά Μέτρα της «Σύμβασης» : Ενημέρωση – ευαισθητοποίηση των πολιτών, εκπαίδευση, αναγνώριση και αξιολόγηση των τοπίων, υιοθέτηση στόχων, εφαρμογή. Σκοπός η ενίσχυση της νομικής θέσης του τοπίου στην περιβαλλοντική πολιτική και η διαμόρφωση σύγχρονων πολιτικών που αντιστοιχούν στην ενότητα «προστασία, διαχείριση, σχεδιασμός». Το πώς η Πολιτεία εξέλαβε όλα όσα τα ανωτέρω συνεπάγονται φαίνεται από τα όσα ακολούθησαν.
Το 2011, εν μέσω παραγωγής θεσμικών ρυθμίσεων βλαπτικών για το περιβάλλον, είδε το φώς και μια ευχάριστη έκπληξη. Το ΥΠΕΚΑ κατήρτισε νέες «Προδιαγραφές Αναθεώρησης των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» (ΠΠΧΣΑΑ), εντάσσοντας στα παραδοτέα ζητήματα αξιολόγησης και διαχείρισης του τοπίου. Πώς όμως επιχειρείται το διακύβευμα; Σε τί στοχεύει; Πού θα οδηγήσει;
Το ΥΠΕΚΑ ωθήθηκε στο εγχείρημα προφανώς υπό την επήρεια της «Σύμβασης», ίσως και ως αντιστάθμισμα άλλων αντιπεριβαλλοντικών δρώμενων. Στις προδιαγραφές το τοπίο κατέχει πρωτεύουσα θέση, ισοδύναμη με τα λοιπά στοιχεία της μελέτης, δηλαδή με όλα όσα ο οικείος ν.2742/1999 απαιτεί. Το επτασέλιδο, μεστό περιεχομένου, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I «Μεθοδολογία για μελέτη του τοπίου…», επαναλαμβάνει αποσπάσματα της «Σύμβασης», όπως και του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, ως εάν οι μελετητές να αδυνατούν να ανατρέξουν σ’αυτά. Περιέχει νεοεισαγόμενους ορισμούς ευρέος φάσματος και εντάσσει στη μελέτη σειρά στοιχείων που ο μελετητής οφείλει να καταγράψει «με έρευνα πεδίου, δημοσιοποίηση και ενσωμάτωση των πορισμάτων διαβούλευσης»! Κατ’ουσίαν, ζητείται η παραγωγή πρωτογενούς έργου θεώρησης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και αυτοτελούς μελέτης «αναγνώρισης, καταγραφής, τυπολόγησης του τοπίου», με προτάσεις για δράσεις προστασίας και διαχείρισης, χωρίς ειδικότερα κριτήρια αναγνώρισης και τυπολόγησης, θεωρώντας πως οι επιλογές συνιστούν αντικείμενο υποκειμενικής κρίσης και αισθητηρίου κάθε μελετητή. Το ήδη υποβαθμισμένο τοπίο δεν αποτελεί εξαίρεση της έρευνας. Ζητείται μάλιστα και «περιγραφή των αιτίων»! που προκάλεσαν την υποβάθμισή του. Η ουτοπία δεν περιορίζεται εδώ. Το αντικείμενο μελέτης εμπλουτίζεται με την «εξειδίκευση ειδικών κατευθύνσεων για την ενσωμάτωση του τοπίου στις λοιπές πολιτικές κατευθύνσεις του ΠΠΧΣΑΑ»! Συμπερασματικά, οι προδιαγραφές επεκτείνουν το προϊόν μελέτης σε ουσιώδη ζητήματα διασύνδεσης περιβαλλοντικής, πολιτιστικής και χωρικής πολιτικής, καθώς και ενσωμάτωσης περιβαλλοντικών πτυχών στις άλλες πολιτικές, με τα οποία η Πολιτεία όφειλε να έχει ασχοληθεί, εμβριθώς, από καιρό, και να έχει ορίσει το πλαίσιο κατευθύνσεων, μέτρων και μέσων προσέγγισής τους. Άγνωστο, προς το παρόν, το αποτέλεσμα του εγχειρήματος. Η εμπειρία πάντως της μέχρι τώρα πορείας μας, αλλά και η άντληση εμπειρίας από άλλες ευρωπαϊκές   πολιτικές δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Αντίθετα συγκλίνουν στην άποψη έλλειψης ρεαλιστικότητας και αποτελεσματικότητας των νέων ρυθμίσεων που, ως φαίνεται, θα καταλήξουν σε ασκήσεις επί χάρτου.
Ενδεικτικά θα αναφερθούμε στην ασκούμενη πολιτική της Γαλλίας. Τα πρώτα μέτρα για την προστασία του τοπίου και των φυσικών μνημείων ανάγονται στο έτος 1906. Σήμερα η πολιτική διαρθρώνεται με βάση το νόμο «Τοπία» του 1993 και τη «Σύμβαση» του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι αρμοδιότητες υπάγονται στο «Υπουργείο Οικολογίας και Αειφόρου Ανάπτυξης». Τα θεσμικά εργαλεία έχουν κωδικοποιηθεί και ενταχθεί στους τέσσερις βασικούς κώδικες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (περιβάλλον, πολεοδομία, αγροτική ανάπτυξη, δάση). Τα τοπία αξιολογούνται βάση συγκεκριμένων αρχών και κριτηρίων, κατηγοριοποιούνται και, αναλόγως, κηρύσσονται ως προστατευόμενα ή υπόκεινται σε παρακολούθηση, με στόχο την πρόληψη τυχόν υποβάθμισής τους. Κάθε εργασία η οποία ενδέχεται να επηρεάσει, άμεσα ή έμμεσα, κηρυγμένο τοπίο προϋποθέτει την έκδοση ειδικής άδειας που χορηγεί το αρμόδιο Υπουργείο, μετά από γνώμη της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος και της Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Χωρικού Διαμερίσματος. Γενικότερα, στον ευρωπαϊκό χώρο, η προστασία και αποκατάσταση των τοπίων εντάσσονται στα θέματα που, κατόπιν μακράς διεργασίας, απασχολούν το χωρικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό, μέσω θεσμών δικαίου και πολιτικών που εφαρμόζονται με συνέπεια και συνέχεια.
Ηλία Νίκα «Το Ελληνικό Τοπίο»

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Ελλάδα στερείται μιας ολοκληρωμένης πολιτικής, κατάλληλης για τα ελληνικά δεδομένα, πολύ δε περισσότερο στερείται της οποιασδήποτε μέριμνας για την αποκατάσταση του τραυματισμένου τοπίου. Είναι αναγκαία η προώθηση και εφαρμογή μέτρων για την «ένταξη του τοπίου στις αστικές και περιφερειακές πολιτικές σχεδιασμού, στις πολιτιστικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές», όπως και σε άλλες πολιτικές με πιθανό άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο τοπίο (Καράκωστας, 2011), σύμφωνα με όσα και η «Σύμβαση» ορίζει. Ο χωρικός σχεδιασμός συνδέεται άρρηκτα με την προστασία του περιβάλλοντος και στην αλληλεξάρτηση αυτή το τοπίο, σηματοδότης της ενιαίας οντότητας φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, κατέχει σημαίνουσα θέση. Είναι καιρός η μέριμνα για το τοπίο να αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο κάθε επιπέδου του ιεραρχημένου συστήματος χωρικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, με συνεκτίμηση, ανάλογα με το επίπεδο, αρχών και στοιχείων περιβάλλοντος, με τρόπο συστηματικό και οριζόντιο, όχι αποσπασματικό, εγκάρσιο, περιπτωσιακό και ατελέσφορο.
Προϋπόθεση η υιοθέτηση αρχών και κριτηρίων αναγνώρισης-αξιολόγησης των τοπίων. Ερευνητικά προγράμματα δεν λείπουν. Παρέχουν πρόσφορο υλικό που μπορεί να συμπληρωθεί και επικαιροποιηθεί. Αναγκαία η εξειδίκευση μέσων και μέτρων προστασίας, αποκατάστασης, διαχείρισης, ανάλογα με το επίπεδο χωρικής παρέμβασης. Απαιτείται ο έλεγχος, η παρακολούθηση εφαρμογής, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των όποιων ληπτέων μέτρων, ζήτημα καίριο, κλειδί της μέχρι τώρα παθογένειας του χωρικού και περιβαλλοντικού σχεδιασμού της χώρας. Στόχος η σύγκλιση περιβάλλοντος και ανάπτυξης, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας. Αναγκαία κρίνεται και η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου. Προέχει η επικαιροποίηση των αρχών του ν.2742/1999 ώστε, πέραν των τόπων που διαθέτουν στοιχεία φυσικής, πολιτιστικής, αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, να αγκαλιάσουν και τα πληγέντα ή «άσχημα» τοπία, που ρητά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της «Σύμβασης» (Μαριά 2009). Σκόπιμη επίσης η επανεξέταση θεμάτων διαδικαστικών και κατανομής αρμοδιοτήτων, τόσο στο στάδιο μελέτης όσο και εφαρμογής, ώστε, το θεσμικό σύστημα να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, να καταστεί λιγότερο γραφειοκρατικό, συγκεντρωτικό και άκαμπτο, επιτρέποντας μεγαλύτερη ευελιξία, μείωση χρόνου και αποφυγή επαναλήψεων.
Τα κριτήρια χαρακτηρισμού και κατηγοριοποίησης μπορούν να εξειδικευτούν περαιτέρω, προκειμένου να παύσει το τοπίο – ουσιαστικά, όχι μόνο τυπικά – να θεωρείται αντικείμενο αισθητικής, έννοια αφηρημένη και, εν πολλοίς, υποκειμενική. Μπορούν ακόμα να διευρυνθούν, να εμπλουτιστούν σταδιακά με νέες αξίες, όπως οι μεταβολές στον κύκλο των εποχών και στο πέρασμα του χρόνου, η αίσθηση της διαχρονικότητας (σχέσεις ανθρώπου με το παρόν, αναμνήσεις του παρελθόντος, οραματισμός του αύριο), της προσφοράς στις αισθήσεις, όχι μόνο της όρασης, αλλά και της όσφρησης, της ακοής, της αφής (Στεφάνου, 2004). Και γιατί όχι; Να συνεκτιμηθούν παράγοντες ψυχολογικών επιρροών που αφορούν τις νοητικές επιδράσεις του τοπίου, τη συγκινησιακή δράση, το συμβολικό περιεχόμενο, τους συνειρμούς, τη δημιουργία ατμόσφαιρας. Έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η αναγνώριση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας κάθε τόπου, έκφραση της ποικιλότητας των χαρακτηριστικών του.
Μια πολιτική ωστόσο δεν εκφράζεται μόνο με θεσμικές δεσμεύσεις και καλές προθέσεις. Η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης αποτελεί προϋπόθεση. Τόσο γιατί θα λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς τα όργανα της Πολιτείας, όσο και γιατί η συνεργασία των πολιτών συνιστά καταλύτη για τη θετική έκβαση των μέτρων. Χρειάζεται να αποδεχτούμε την συνύπαρξή μας με το τοπίο, την αρμονική συνδιαλλαγή μ’αυτό, όχι ως «άνωθεν» προερχόμενη νομική επιταγή, αλλά ως παράγοντα της ποιότητας ζωής, της ταυτότητας, ιδιαιτερότητας και διαφορετικότητας του πολιτισμού μας. Τότε μόνο θα εκτιμήσουμε και κατανοήσουμε ποιά στοιχεία του τοπίου πρέπει να διατηρήσουμε (Στεφάνου, 2004), ώστε μέσα στην πορεία του χρόνου και της αναπόφευκτης αλλαγής που χαρακτηρίζει τα πάντα, να υπάρξει ανέλιξη, ένταξη στα νέα δεδομένα των καιρών και όχι αλλοίωση, παραμόρφωση, εξαφάνιση. Ελλείψει αυτών, συνηθίσαμε να βλέπουμε χωρίς να βλέπουμε, χωρίς να αισθανόμαστε τα πολυδιάστατα επίπεδα του τόπου (γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά…), αδιαφορώντας αν οι επεμβάσεις μας παραμορφώνουν το χαρακτήρα και την ταυτότητα φυσιογνωμίας του. Η κοντόφθαλμη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους δεν αρμόζει να εδραιώσει τη δική της κυρίαρχη αισθητική. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση της Πολιτείας, απαγκιστρωμένη από αντιλήψεις της κακώς νοούμενης ανάπτυξης.
Για την ελληνική πραγματικότητα το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο, δεδομένων μάλιστα των καθυστερήσεων, της απειρίας, της έλλειψης παράδοσης, του βαθμού υποκειμενικότητας που αναπόφευκτα υπεισέρχεται στην καταγραφή και αξιολόγηση του τοπίου. Όμως η κύρωση της «Σύμβασης» συνιστά πρόκληση για την Ελλάδα, η φυσική και πολιτιστική κληρονομιά της οποίας αποτελούν κεφάλαιο για την οικονομία και την ποιότητα ζωής. Οι τρέχουσες οικονομικές συγκυρίες προσδίδουν στην πρόκληση χαρακτήρα επείγοντος. Πιστεύουμε πως η κύρωση μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για προβληματισμό, ευαισθητοποίηση των πολιτών, συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών με τους εταίρους μας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έτσι ώστε να αξιολογήσουμε και επανακαθορίσουμε με αντικειμενικότητα τη στάση μας. Να εντάξουμε στον περιβαλλοντικό και χωρικό σχεδιασμό, βάσει εξειδικευμένων αρχών και κριτηρίων, την προστασία και ορθολογική διαχείριση των τοπίων, ανεκτίμητων πόρων ζωής, μοναδικών σε βιολογικό πλούτο, γεωμορφολογικά στοιχεία, πολιτισμικές αξίες και αισθητική.
5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • ν.3827/2010 (Α30) Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου. Ημερομηνία σύνταξης «Σύμβασης» 20.10.2000, έναρξη ισχύος 01.03.2004, διαθ.από http://www.coe.int
  • ν.1126/1981 (Α32) Κύρωση Σύμβασης για την προστασία της παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής κληρονομιάς/UNESCO, διαθ.από http://www.unesco.org
  • α.ν.856/1938, ν.δ.8/1969 (Α7) Δασικός Κώδικας, άρ.78 Εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση και διατηρητέα μνημεία της φύσης και ν.δ.996/1971.
  • ν1469/1950 (Α169) άρ.1 και κ.ν.5351/1932 περί αρχαιοτήτων.
  • ν.1650/1986 (Α160) για την προστασία του περιβάλλοντος άρ.1,2,18,19.21.
  • ν.3937/2011(Α60) Διατήρηση της βιοποικιλότητας.
  • ν.3028/2002 (Α153) Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς άρ.1, 2, 3 και αιτιολογική έκθεση.
  • Σ.τ.Ε.2557/1994, 2164/1994, 163/2000, 2801/1991 ολομ., 3279/2003 ολομ., 886/2008.
  • Βουλή των Ελλήνων, Αριθ.6876/4871/2008 (Α128) Έγκριση του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης.
  • Απόφαση 10106/2011 (ΑΑΠ45) Προδιαγραφές Μελετών Αξιολόγησης-Αναθεώρησης και Εξειδίκευσης θεσμοθετημένων Περιφερειακών Πλαισίων ΧΣΑΑ.
  • Ministere de i’Ecoiogie, de i’Energie, du Deveioppement Durable et de la Mer/en charge des Technologies vertes et des Negotiations sur ie ciimat, στοιχεία διαθ.από www.developpement-durable.gouv.fr και http://www.ifen.fr
  • ΕΜΠ/Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών/Τομέας Υδατικών Πόρων, Υδραυλικών και Θαλασσίων Έργων,1998. Ερευνητικό έργο Οριοθέτηση και καθορισμός μέτρων προστασίας Τοπίων Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους, επιστημ. υπεύθυνος Κ.Χατζημπίρος.
  • Χαρακόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών,2010. Ερευνητικό πρόγραμμα Greeks capes- Αεροφωτογραφικός άτλαντας ελληνικών τοπίων, επιστημ. υπεύθυνος Κ.Χατζημιχάλης.
  • Βασενχόβεν Λ, 2008. Εθνικός Χωροταξικός Σχεδιασμός; Περιεχόμενο, διαδικασία, σχέδια και προγράμματα. Νόμος+Φύση/Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου-24,Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Νομικό πλαίσιο και εφαρμογή στην πράξη, Γ.Γιαννακούρου-Κ. Μενιουδάκος-Λ. Βασενχόβεν, 51-78.
  • Βλαντού Α., 2010. Το τοπίο ως αντικείμενο νομικής προστασίας. Νόμος+Φύση, διαθ. από www.nomoQphysis.org.gr
  • Καράκωστας   I., 2000. Περιβάλλον και Δίκαιο, εκδόσεις Α.Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή.Κεφάλαιο Δεύτερο Προστασία της φύσης και του τοπίου, 59 επ.
  • Καράκωστας I., 2011. Περιβάλλον και Δίκαιο/ Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη,173-178.
  • Μαριά Ε-Α., 2009. Η νομική προστασία του τοπίου στο Διεθνές, Κοινοτικό και Εθνικό Δίκαιο, εκδόσεις Α. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή. Μέρος Πρώτο Η έννοια του τοπίου/Η διεπιστημονική διάσταση του τοπίου, 36-87 και Μέρος Δεύτερο Το καθεστώς της Νομικής Προστασίας του Τοπίου/Η προστασία του τοπίου στη νομοθεσία για το σχεδιασμό, 277-357
  • Μπεριάτος Η. και Ballesta J., 2007.Θεωρία και Πολιτική του Τοπίου .Ελληνικές και Γαλλικές Εμπειρίες. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/ Τμήμα μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης.
  • Παπαγεωργίου-Βενέτας Α.,2004. Το ιστορικό τοπίο των Αθηνών. Ε.Μ.Π./Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/ΣΕΠΟΧ Πόλη και χώρος από τον 20 στον 21 αιώνα, 413-437.
  • Στεφάνου Ι.,(1ουλία και Ιωσήφ), 2004 Η εικόνα γνώση της φυσιογνωμίας ενός τόπου. Ο ρόλος του τοπίου ως συνολική αντίληψη. Ε.Μ.Π./Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/ΣΕΠΟΧ Πόλη και χώρος από τον 20 στον 21 αιώνα, 513-527.
  • Στεφάνου I. και Συνεργάτες, 2000. Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21 αιώνα. Εργαστήριο πολεοδομικής σύνθεσης ΕΜΠ.

Written by toblogmou

30 Ιανουαρίου, 2020 at 9:38 μμ

ένα μεγάλο αφιέρωμα του Guardian στο τσιμέντο

leave a comment »

Concrete: the most destructive material on Earth

Limestone quarries and cement factories are often sources of air pollution. Photograph: Zoonar GmbH/Alamy

After water, concrete is the most widely used substance on the planet. But its benefits mask enormous dangers to the planet, to human health – and to culture itself

by

In the time it takes you to read this sentence, the global building industry will have poured more than 19,000 bathtubs of concrete. By the time you are halfway through this article, the volume would fill the Albert Hall and spill out into Hyde Park. In a day it would be almost the size of China’s Three Gorges Dam. In a single year, there is enough to patio over every hill, dale, nook and cranny in England.

After water, concrete is the most widely used substance on Earth. If the cement industry were a country, it would be the third largest carbon dioxide emitter in the world with up to 2.8bn tonnes, surpassed only by China and the US.

The material is the foundation of modern development, putting roofs over the heads of billions, fortifying our defences against natural disaster and providing a structure for healthcare, education, transport, energy and industry.

Concrete is how we try to tame nature. Our slabs protect us from the elements. They keep the rain from our heads, the cold from our bones and the mud from our feet. But they also entomb vast tracts of fertile soil, constipate rivers, choke habitats and – acting as a rock-hard second skin – desensitise us from what is happening outside our urban fortresses.

Our blue and green world is becoming greyer by the second. By one calculation, we may have already passed the point where concrete outweighs the combined carbon mass of every tree, bush and shrub on the planet. Our built environment is, in these terms, outgrowing the natural one. Unlike the natural world, however, it does not actually grow. Instead, its chief quality is to harden and then degrade, extremely slowly.

All the plastic produced over the past 60 years amounts to 8bn tonnes. The cement industry pumps out more than that every two years. But though the problem is bigger than plastic, it is generally seen as less severe. Concrete is not derived from fossil fuels. It is not being found in the stomachs of whales and seagulls. Doctors aren’t discovering traces of it in our blood. Nor do we see it tangled in oak trees or contributing to subterranean fatbergs. We know where we are with concrete. Or to be more precise, we know where it is going: nowhere. Which is exactly why we have come to rely on it.

This solidity, of course, is what humankind yearns for. Concrete is beloved for its weight and endurance. That is why it serves as the foundation of modern life, holding time, nature, the elements and entropy at bay. When combined with steel, it is the material that ensures our dams don’t burst, our tower blocks don’t fall, our roads don’t buckle and our electricity grid remains connected.

Solidity is a particularly attractive quality at a time of disorientating change. But – like any good thing in excess – it can create more problems than it solves.

At times an unyielding ally, at times a false friend, concrete can resist nature for decades and then suddenly amplify its impact. Take the floods in New Orleans after Hurricane Katrina and Houston after Harvey, which were more severe because urban and suburban streets could not soak up the rain like a floodplain, and storm drains proved woefully inadequate for the new extremes of a disrupted climate.

The levee of the 17th Street Canal, New Orleans, after it was breached during Hurricane Katrina.
When the levee breaks … The levee of the 17th Street canal, New Orleans, after it was breached during Hurricane Katrina. Photograph: Nati Harnik/AP

It also magnifies the extreme weather it shelters us from. Taking in all stages of production, concrete is said to be responsible for 4-8% of the world’s CO2. Among materials, only coal, oil and gas are a greater source of greenhouse gases. Half of concrete’s CO2 emissions are created during the manufacture of clinker, the most-energy intensive part of the cement-making process.

But other environmental impacts are far less well understood. Concrete is a thirsty behemoth, sucking up almost a 10th of the world’s industrial water use. This often strains supplies for drinking and irrigation, because 75% of this consumption is in drought and water-stressed regions. In cities, concrete also adds to the heat-island effect by absorbing the warmth of the sun and trapping gases from car exhausts and air-conditioner units – though it is, at least, better than darker asphalt.

It also worsens the problem of silicosis and other respiratory diseases. The dust from wind-blown stocks and mixers contributes as much as 10% of the coarse particulate matter that chokes Delhi, where researchers found in 2015 that the air pollution index at all of the 19 biggest construction sites exceeded safe levels by at least three times. Limestone quarries and cement factories are also often pollution sources, along with the trucks that ferry materials between them and building sites. At this scale, even the acquisition of sand can be catastrophic – destroying so many of the world’s beaches and river courses that this form of mining is now increasingly run by organised crime gangs and associated with murderous violence.

This touches on the most severe, but least understood, impact of concrete, which is that it destroys natural infrastructure without replacing the ecological functions that humanity depends on for fertilisation, pollination, flood control, oxygen production and water purification.

Concrete can take our civilisation upwards, up to 163 storeys high in the case of the Burj Khalifa skyscraper in Dubai, creating living space out of the air. But it also pushes the human footprint outwards, sprawling across fertile topsoil and choking habitats. The biodiversity crisis – which many scientists believe to be as much of a threat as climate chaos – is driven primarily by the conversion of wilderness to agriculture, industrial estates and residential blocks.

For hundreds of years, humanity has been willing to accept this environmental downside in return for the undoubted benefits of concrete. But the balance may now be tilting in the other direction.


The Pantheon and Colosseum in Rome are testament to the durability of concrete, which is a composite of sand, aggregate (usually gravel or stones) and water mixed with a lime-based, kiln-baked binder. The modern industrialised form of the binder – Portland cement – was patented as a form of “artificial stone” in 1824 by Joseph Aspdin in Leeds. This was later combined with steel rods or mesh to create reinforced concrete, the basis for art deco skyscrapers such as the Empire State Building.

Rivers of it were poured after the second world war, when concrete offered an inexpensive and simple way to rebuild cities devastated by bombing. This was the period of brutalist architects such as Le Corbusier, followed by the futuristic, free-flowing curves of Oscar Niemeyer and the elegant lines of Tadao Ando – not to mention an ever-growing legion of dams, bridges, ports, city halls, university campuses, shopping centres and uniformly grim car parks. In 1950, cement production was equal to that of steel; in the years since, it has increased 25-fold, more than three times as fast as its metallic construction partner.

Debate about the aesthetics has tended to polarise between traditionalists like Prince Charles, who condemned Owen Luder’s brutalist Tricorn Centre as a “mildewed lump of elephant droppings”, and modernists who saw concrete as a means of making style, size and strength affordable for the masses.

The politics of concrete are less divisive, but more corrosive. The main problem here is inertia. Once this material binds politicians, bureaucrats and construction companies, the resulting nexus is almost impossible to budge. Party leaders need the donations and kickbacks from building firms to get elected, state planners need more projects to maintain economic growth, and construction bosses need more contracts to keep money rolling in, staff employed and political influence high. Hence the self-perpetuating political enthusiasm for environmentally and socially dubious infrastructure projects and cement-fests like the Olympics, the World Cup and international exhibitions.

The classic example is Japan, which embraced concrete in the second half of the 20th century with such enthusiasm that the country’s governance structure was often described as the doken kokka (construction state).

The pressure-controlled water tank at the Metropolitan Area Outer Underground Discharge Channel in Kusakabe, Japan.
A pressure-controlled water tank in Kusakabe, Japan, constructed to protect Tokyo against floodwaters and overflow of the city’s major waterways and rivers during heavy rain and typhoon seasons. Photograph: Ho New/Reuters

At first it was a cheap material to rebuild cities ravaged by fire bombs and nuclear warheads in the second world war. Then it provided the foundations for a new model of super-rapid economic development: new railway tracks for Shinkansen bullet trains, new bridges and tunnels for elevated expressways, new runways for airports, new stadiums for the 1964 Olympics and the Osaka Expo, and new city halls, schools and sports facilities.

This kept the economy racing along at near double-digit growth rates until the late 1980s, ensuring employment remained high and giving the ruling Liberal Democratic party a stranglehold on power. The political heavyweights of the era – men such as Kakuei Tanaka, Yasuhiro Nakasone and Noboru Takeshita – were judged by their ability to bring hefty projects to their hometowns. Huge kickbacks were the norm. Yakuza gangsters, who served as go-betweens and enforcers, also got their cut. Bid-rigging and near monopolies by the big six building firms (Shimizu, Taisei, Kajima, Takenaka, Obayashi, Kumagai) ensured contracts were lucrative enough to provide hefty kickbacks to the politicians. The doken kokka was a racket on a national scale.

But there is only so much concrete you can usefully lay without ruining the environment. The ever-diminishing returns were made apparent in the 1990s, when even the most creative politicians struggled to justify the government’s stimulus spending packages. This was a period of extraordinarily expensive bridges to sparsely inhabited regions, multi-lane roads between tiny rural communities, cementing over the few remaining natural riverbanks, and pouring ever greater volumes of concrete into the sea walls that were supposed to protect 40% of the Japanese coastline.

In his book Dogs and Demons, the author and longtime Japanese resident Alex Kerr laments the cementing over of riverbanks and hillsides in the name of flood and mudslide prevention. Runaway government-subsidised construction projects, he told an interviewer, “have wreaked untold damage on mountains, rivers, streams, lakes, wetlands, everywhere — and it goes on at a heightened pace. That is the reality of modern Japan, and the numbers are staggering.”

He said the amount of concrete laid per square metre in Japan is 30 times the amount in America, and that the volume is almost exactly the same. “So we’re talking about a country the size of California laying the same amount of concrete [as the entire US]. Multiply America’s strip malls and urban sprawl by 30 to get a sense of what’s going on in Japan.”

Traditionalists and environmentalists were horrified – and ignored. The cementation of Japan ran contrary to classic aesthetic ideals of harmony with nature and an appreciation of mujo (impermanence), but was understandable given the ever-present fear of earthquakes and tsunamis in one of the world’s most seismically active nations. Everyone knew the grey banked rivers and shorelines were ugly, but nobody cared as long as they could keep their homes from being flooded.

Which made the devastating 2011 Tohoku earthquake and tsunami all the more shocking. At coastal towns such as Ishinomaki, Kamaishi and Kitakami, huge sea walls that had been built over decades were swamped in minutes. Almost 16,000 people died, a million buildings were destroyed or damaged, town streets were blocked with beached ships and port waters were filled with floating cars. It was a still more alarming story at Fukushima, where the ocean surge engulfed the outer defences of the Fukushima Daiichi nuclear plant and caused a level 7 meltdown.

Briefly, it seemed this might become a King Canute moment for Japan – when the folly of human hubris was exposed by the power of nature. But the concrete lobby was just too strong. The Liberal Democratic party returned to power a year later with a promise to spend 200tn yen (£1.4tn) on public works over the next decade, equivalent to about 40% of Japan’s economic output.

A bus drives past a seawall in Yamada, Iwate prefecture, Japan, in 2018.
‘It feels like we’re in jail, even though we haven’t done anything bad’ … A seawall in Yamada, Iwate prefecture, Japan, 2018. Photograph: Kim Kyung-Hoon/Reuters

Construction firms were once again ordered to hold back the sea, this time with even taller, thicker barriers. Their value is contested. Engineers claim these 12-metre-high walls of concrete will stop or at least slow future tsunamis, but locals have heard such promises before. The area these defences protect is also of lower human worth now the land has been largely depopulated and filled with paddy fields and fish farms. Environmentalists say mangrove forests could provide a far cheaper buffer. Tellingly, even many tsunami-scarred locals hate the concrete between them and the ocean.

“It feels like we’re in jail, even though we haven’t done anything bad,” an oyster fisherman, Atsushi Fujita, told Reuters. “We can no longer see the sea,” said the Tokyo-born photographer Tadashi Ono, who took some of the most powerful images of these massive new structures. He described them as an abandonment of Japanese history and culture. “Our richness as a civilisation is because of our contact with the ocean,” he said. “Japan has always lived with the sea, and we were protected by the sea. And now the Japanese government has decided to shut out the sea.”


There was an inevitability about this. Across the world, concrete has become synonymous with development. In theory, the laudable goal of human progress is measured by a series of economic and social indicators, such as life-expectancy, infant mortality and education levels. But to political leaders, by far the most important metric is gross domestic product, a measure of economic activity that, more often than not, is treated as a calculation of economic size. GDP is how governments assess their weight in the world. And nothing bulks up a country like concrete.

That is true of all countries at some stage. During their early stages of development, heavyweight construction projects are beneficial like a boxer putting on muscle. But for already mature economies, it is harmful like an aged athlete pumping ever stronger steroids to ever less effect. During the 1997-98 Asian financial crisis, Keynesian economic advisers told the Japanese government the best way to stimulate GDP growth was to dig a hole in the ground and fill it. Preferably with cement. The bigger the hole, the better. This meant profits and jobs. Of course, it is much easier to mobilise a nation to do something that improves people’s lives, but either way concrete is likely to be part of the arrangement. This was the thinking behind Roosevelt’s New Deal in the 1930s, which is celebrated in the US as a recession-busting national project but might also be described as the biggest ever concrete-pouring exercise up until that point. The Hoover Dam alone required 3.3m cubic metres, then a world record. Construction firms claimed it would outlast human civilisation.

But that was lightweight compared to what is now happening in China, the concrete superpower of the 21st century and the greatest illustration of how the material transforms a culture (a civilisation intertwined with nature) into an economy (a production unit obsessed by GDP statistics). Beijing’s extraordinarily rapid rise from developing nation to superpower-in-waiting has required mountains of cement, beaches of sand and lakes of water. The speed at which these materials are being mixed is perhaps the most astonishing statistic of the modern age: since 2003, China has poured more cement every three years than the US managed in the entire 20th century.

Today, China uses almost half the world’s concrete. The property sector – roads, bridges, railways, urban development and other cement-and-steel projects – accounted for a third of its economy’s expansion in 2017. Every major city has a floor-sized scale model of urban development plans that has to be constantly updated as small white plastic models are turned into mega-malls, housing complexes and concrete towers.

But, like the US, Japan, South Korea and every other country that “developed” before it, China is reaching the point where simply pouring concrete does more harm than good. Ghost malls, half-empty towns and white elephant stadiums are a growing sign of wasteful spending. Take the huge new airport in Luliang, which opened with barely five flights a day, or the Olympic Bird’s Nest stadium, so underused that it is now more a monument than a venue. Although the adage “build and the people will come” has often proved correct in the past, the Chinese government is worried. After the National Bureau of Statistics found 450 sq km of unsold residential floor space, the country’s president, Xi Jinping, called for the “annihilation” of excess developments.

The Three Gorges Dam on the Yangtze River, China is the largest concrete structure in the world.
The Three Gorges Dam on the Yangtze River, China, is the largest concrete structure in the world. Photograph: Laoma/Alamy

Empty, crumbling structures are not just an eyesore, but a drain on the economy and a waste of productive land. Ever greater construction requires ever more cement and steel factories, discharging ever more pollution and carbon dioxide. As the Chinese landscape architect Yu Kongjian has pointed out, it also suffocates the ecosystems – fertile soil, self-cleansing streams, storm-resisting mangrove swamps, flood-preventing forests – on which human beings ultimately depend. It is a threat to what he calls “eco-security”.

Yu has led the charge against concrete, ripping it up whenever possible to restore riverbanks and natural vegetation. In his influential book The Art of Survival, he warns that China has moved dangerously far from Taoist ideals of harmony with nature. “The urbanisation process we follow today is a path to death,” he has said.

Yu has been consulted by government officials, who are increasingly aware of the brittleness of the current Chinese model of growth. But their scope for movement is limited. The initial momentum of a concrete economy is always followed by inertia in concrete politics. The president has promised a shift of economic focus away from belching heavy industries and towards high-tech production in order to create a “beautiful country” and an “ecological civilisation”, and the government is now trying to wind down from the biggest construction boom in human history, but Xi cannot let the construction sector simply fade away, because it employs more than 55 million workers – almost the entire population of the UK. Instead, China is doing what countless other nations have done, exporting its environmental stress and excess capacity overseas.

Beijing’s much-vaunted Belt and Road Initiative – an overseas infrastructure investment project many times greater than the Marshall Plan – promises a splurge of roads in Kazakhstan, at least 15 dams in Africa, railways in Brazil and ports in Pakistan, Greece and Sri Lanka. To supply these and other projects, China National Building Material – the country’s biggest cement producer – has announced plans to construct 100 cement factories across 50 nations.


This will almost certainly mean more criminal activity. As well as being the primary vehicle for super-charged national building, the construction industry is also the widest channel for bribes. In many countries, the correlation is so strong, people see it as an index: the more concrete, the more corruption.

According to the watchdog group Transparency International, construction is the world’s dirtiest business, far more prone to graft than mining, real estate, energy or the arms market. No country is immune, but in recent years, Brazil has revealed most clearly the jawdropping scale of bribery in the industry.

As elsewhere, the craze for concrete in South America’s biggest nation started benignly enough as a means of social development, then morphed into an economic necessity, and finally metastasised into a tool for political expediency and individual greed. The progress between these stages was impressively rapid. The first huge national project in the late 1950s was the construction of a new capital, Brasília, on an almost uninhabited plateau in the interior. A million cubic metres of concrete were poured on the highlands site in just 41 months to encase the soil and erect new edifices for ministries and homes.

The National Museum of the Republic by Oscar Niemeyer, Brasília, Brazil.
The National Museum of the Republic by Oscar Niemeyer, Brasília, Brazil. Photograph: Image Broker/Rex Features

This was followed by a new highway through the Amazon rainforest – the TransAmazonia – and then from 1970, South America’s biggest hydroelectric power plant, the Itaipu on the Paraná river border with Paraguay, which is almost four times bulkier than the Hoover Dam. The Brazilian operators boast the 12.3m cubic metres of concrete would be enough to fill 210 Maracanã stadiums. This was a world record until China’s Three Gorges Dam choked the Yangtze with 27.2m cubic metres.

With the military in power, the press censored and no independent judiciary, there was no way of knowing how much of the budget was siphoned off by the generals and contractors. But the problem of corruption has become all too apparent since 1985 in the post-dictatorship era, with virtually no party or politician left untainted.

For many years, the most notorious of them was Paulo Maluf, the governor of São Paulo, who had run the city during the construction of the giant elevated expressway known as Minhocão, which means Big Worm. As well as taking credit for this project, which opened in 1969, he also allegedly skimmed $1bn from public works in just four years, part of which has been traced to secret accounts in the British Virgin islands. Although wanted by Interpol, Maluf evaded justice for decades and was elected to a number of senior public offices. This was thanks to a high degree of public cynicism encapsulated by the phrase most commonly used about him: “He steals, but he gets things done” – which could describe much of the global concrete industry.

Paulo Maluf listens to the debate over the impeachment of President Dilma Rousseff in Brasília, 2016.
Paulo Maluf attending the debate over the impeachment of President Dilma Rousseff in Brasília, 2016. Photograph: Ueslei Marcelino/Reuters

But his reputation as the most corrupt man in Brazil has been overshadowed in the past five years by Operation Car Wash, an investigation into a vast network of bid-rigging and money laundering. Giant construction firms – notably Odebrecht, Andrade Gutierrez and Camargo Corrêa – were at the heart of this sprawling scheme, which saw politicians, bureaucrats and middle-men receive at least $2bn worth of kickbacks in return for hugely inflated contracts for oil refineries, the Belo Monte dam, the 2014 World Cup, the 2016 Olympics and dozens of other infrastructure projects throughout the region. Prosecutors said Odebrecht alone had paid bribes to 415 politicians and 26 political parties.

As a result of these revelations, one government fell, a former president of Brazil and the vice president of Ecuador are in prison, the president of Peru was forced to resign, and dozens of other politicians and executives were put behind bars. The corruption scandal also reached Europe and Africa. The US Department of Justice called it “the largest foreign bribery case in history”. It was so huge that when Maluf was finally arrested in 2017, nobody batted an eyelid.


Such corruption is not just a theft of tax revenue, it is a motivation for environmental crime: billions of tonnes of CO2 pumped into the atmosphere for projects of dubious social value and often pushed through – as in the case of Belo Monte – against the opposition of affected local residents and with deep concerns among environmental licensing authorities.

Although the dangers are increasingly apparent, this pattern continues to repeat itself. India and Indonesia are just entering their high-concrete phase of development. Over the next 40 years, the newly built floor area in the world is expected to double. Some of that will bring health benefits. The environmental scientist Vaclav Smil estimates the replacement of mud floors with concrete in the world’s poorest homes could cut parasitic diseases by nearly 80%. But each wheelbarrow of concrete also tips the world closer to ecological collapse.

Chatham House predicts urbanisation, population growth and economic development will push global cement production from 4 to 5bn tonnes a year. If developing countries expand their infrastructure to current average global levels, the construction sector will emit 470 gigatonnes of carbon dioxide by 2050, according to the Global Commission on the Economy and Climate.

This violates the Paris agreement on climate change, under which every government in the world agreed that annual carbon emissions from the cement industry should fall by at least 16% by 2030 if the world is to reach the target of staying within 1.5C to 2C of warming. It also puts a crushing weight on the ecosystems that are essential for human wellbeing.

The dangers are recognised. A report last year by Chatham House calls for a rethink in the way cement is produced. To reduce emissions, it urges greater use of renewables in production, improved energy efficiency, more substitutes for clinker and, most important, the widespread adoption of carbon capture and storage technology – though this is expensive and has not yet been deployed in the industry on a commercial scale.

Architects believe the answer is to make buildings leaner and, when possible, to use other materials, such as cross-laminated timber. It is time to move out of the “concrete age” and stop thinking primarily about how a building looks, said Anthony Thistleton.

“Concrete is beautiful and versatile but, unfortunately, it ticks all the boxes in terms of environmental degradation,” he told the Architects Journal. “We have a responsibility to think about all the materials we are using and their wider impact.”

But many engineers argue that there is no viable alternative. Steel, asphalt and plasterboard are more energy intensive than concrete. The world’s forests are already being depleted at an alarming rate even without a surge in extra demand for timber.

Phil Purnell, a professor of materials and structures at Leeds University, said the world was unlikely to reach a “peak concrete” moment.

“The raw materials are virtually limitless and it will be in demand for as long as we build roads, bridges and anything else that needs a foundation,” he said. “By almost any measure it’s the least energy-hungry of all materials.”

Instead, he calls for existing structures to be better maintained and conserved, and, when that is not possible, to enhance recycling. Currently most concrete goes to landfill sites or is crushed and reused as aggregate. This could be done more efficiently, Purnell said, if slabs were embedded with identification tags that would allow the material to be matched with demand. His colleagues at Leeds University are also exploring alternatives to Portland cement. Different mixes can reduce the carbon footprint of a binder by up to two-thirds, they say.

Arguably more important still is a change of mindset away from a developmental model that replaces living landscapes with built environments and nature-based cultures with data-driven economies. That requires tackling power structures that have been built on concrete, and recognising that fertility is a more reliable base for growth than solidity.

Guardian Concrete Week investigates the shocking impact of concrete on the modern world. Follow Guardian Cities on Twitter, Facebook and Instagram and use the hashtag #GuardianConcreteWeek to join the discussion or sign up for our weekly newsletter

Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (Νοέμ. 2019)

leave a comment »

 

σε αρχείο pdf

 

 

 

 

 

και κριτική επ’ αυτού από τηνΕθνική ενεργειακή πολιτική

Επιστρέφεται ως απαράδεκτο και μη νομίμως παριστάμενο το κυβερνητικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) http://www.opengov.gr/…/plug…/download-monitor/download.php….

Δεν μπορεί να φέρει το χαρακτηρισμό «Εθνικό» γιατί δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, αλλά αυτά για την λεγόμενη ενεργειακή μετάβαση, δηλαδή την επανεκκίνηση του τρέχοντος συστήματος και την διαρπαγή των πλανητικών/εθνικών φυσικών πόρων προς όφελος των πλουσίων. Με την τρομοκράτηση των πολιτών επιδιώκεται η χρηματοδότηση αυτού του εγχειρήματος από δημόσιους πόρους με όρους επείγουσας κλιματικής ανάγκης, δηλαδή κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Τασσόμαστε ανεπιφύλακτα ενάντια σε αυτό το εγχείρημα.

Δεν υφίσταται κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκτός αν αφορά στους οικονομικούς δεινοσαύρους των εταιρικών ομίλων και της εγχώριας ολιγαρχίας, δηλαδή στα οικονομικά αρπακτικά. Ουδείς αμφισβητεί την λεγόμενη πλανητική περιβαλλοντική υποβάθμιση, αλλά είναι απολύτως αναγκαίο να φωτιστεί επαρκώς η αιτιώδης σχέση της με τον βιομηχανικό/εμπορευματικό καπιταλισμό, τις διευθύνουσες τάξεις του και τις προς όφελος αυτών των τάξεων πολιτικές διευκολύνσεις και οικονομικά μέτρα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις των αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων οικονομιών. Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεταμφιεσμένη ως πράσινη, οικολογική και εναλλακτική, δεν είναι ικανή να μας πείσει ότι θα πρέπει να την εμπιστευτούμε στη βάση μια πράσινης συμφωνίας. Εντός αυτών των πλαισίων και τα μέτρα που προτείνει το κυβερνητικό ΕΣΕΚ τις ίδιες τάξεις και οικονομικά συμφέροντα διευκολύνουν σε βάρος των φυσικών πόρων και των ασθενέστερων οικονομικών στρωμάτων.
_________________________________________________

Όπως δηλώνουν οι συντάκτες του κυβερνητικού σχεδίου (ΕΣΕΚ) στο εισαγωγικό του τμήμα, σε αυτό παρουσιάζεται ένας αναλυτικός οδικός χάρτης για την επίτευξη συγκεκριμένων ενεργειακών και κλιματικών στόχων έως το έτος 2030 μέσω προτεραιοτήτων και μείγματος πολιτικών μέτρων σε ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα σχεδιάζεται ενεργειακός μετασχηματισμός που θα επιτευχθεί στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής καθώς προβλέπεται το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να υπερβεί το 60% και το ενδιαφερόμενο κοινό, δηλαδή εν προκειμένω όλοι πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας, θα έπρεπε να είχαν έγκαιρες και αποτελεσματικές ευκαιρίες συμμετοχής ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ των εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα (NECPs). Εξάλλου περίληψη των απόψεων του κοινού υποβάλλεται στην Επιτροπή μαζί με το σχέδιο NECP. Οι διαβουλεύσεις πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/42/ EΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον, μόνο έτσι θεωρούνται ότι πληρούν τις υποχρεώσεις διαβούλευσης με το κοινό βάσει του κανονισμού περί ενεργειακής διακυβέρνησης. (Βλ. δέσμευση/αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθ. 28 του κανονισμού και το άρθρο 10 «Δημόσια διαβούλευση» αυτού, σύνδεσμος πιο κάτω). Εξ άλλου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε να διευρυνθεί το πεδίο των δημόσιων διαβουλεύσεων (συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων για τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές) και να προστεθούν ορισμένες αρχές συμμετοχής (π.χ. εξασφάλιση διαφάνειας, παροχή επαρκούς προθεσμίας για διαβουλεύσεις κ.λπ). Επιπλέον, προτάθηκε η δημιουργία εθνικών «πλατφορμών πολυεπίπεδης διάστασης». Αυτές οι πλατφόρμες εθνικού διαλόγου θα έπρεπε να παρέχουν φόρουμ για ευρείες συζητήσεις σε κάθε κράτος μέλος σχετικά με το μέλλον των πολιτικών για το κλίμα και την ενέργεια της χώρας και να επιτρέπουν στο κοινό να εκφράσει τις απόψεις του για όλες τις πτυχές της πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια όπως και για μια ευρεία ποικιλία συναφών θεμάτων.

Όμως τι πρωτοτυπία! Και η παρούσα διαβούλευση διεξάγεται με όρους συμμετοχικής παρωδίας αν και πρόκειται για προτεινόμενες ενεργειακές πολιτικές με σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Το εν λόγω ΕΣΕΚ υπάγεται νομικά (όπως εμείς θεωρούμε) στις προϋποθέσεις για την εκτίμηση του με τις διατάξεις της Οδηγίας SEA (ΣΕΠΕ). Οι σκοποί της οδηγίας αυτής https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/… καθορίζονται ιδίως στο άρθρο 1: «Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.», Στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, ορίζονται τα σχέδια και προγράμματα: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: α) ως “σχέδια και προγράμματα” νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους: —που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και —που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων.».

Το κυβερνητικό ΕΣΕΚ απαιτήθηκε από κανονιστικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένα από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018 για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 663/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 98/70/ΕΚ, 2009/31/ΕΚ, 2009/73/ΕΚ, 2010/31/ΕΕ, 2012/27/ΕΕ και 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 2009/119/ΕΚ και (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/… αλλά και από τις διατάξεις της Οδηγίας RED II, δηλαδή της Οδηγίας 2018/2001 της 11ης Δεκεμβρίου 2018 για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Δεν διευκρινίζεται στην Οδηγία 2001/42/ΕΚ εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις είναι εθνικές ή ενωσιακές, αλλά εξυπακούεται από την όλη “οικονομία” της Οδηγίας ότι συμπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις της Ε.Ε. με βάση τις οποίες συντάχθηκε το ΕΣΕΚ.

Το άρθρο 3 της Οδηγίας ΣΕΠΕ ρυθμίζει ποια σχέδια και προγράμματα υπόκεινται σε εκτίμηση. Κρίσιμες είναι ιδίως οι παράγραφοι 1, 2 και 4:
«(1) Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
(2) Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα:
α) τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, ή
β) για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.
(3) […]
(4) Τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Ναι μεν το σχέδιο δε «καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ», αν και το Δικαστήριο της Ε.Ε. έχει τονίσει ότι, λαμβανομένου υπόψη του (γενικού) σκοπού της οδηγίας ΣΕΠΕ, που συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας, οι διατάξεις που οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και ιδίως εκείνες που περιλαμβάνουν ορισμό των σχετικών πράξεων χρήζουν διασταλτικής ερμηνείας Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ. (C 567/10, EU:C:2012:159, σκέψη 37 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/…), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής (C 473/14, EU:C:2015:582, σκέψη 50, αλλά πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση επιπτώσεων λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχει σε ορισμένους τόπους, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Εξάλλου και οι επιφυλάξεις της ΕΟΕ στην ίδια βάση διατυπώθηκαν.
_________________________________________________

ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Στο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι «Στο πλαίσιο του παρόντος εθνικού σχεδίου αναπτύχθηκε ειδική μεθοδολογική προσέγγιση με σκοπό την εκτίμηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την υλοποίηση των μέτρων πολιτικής για την επίτευξη των εθνικών στόχων σε ποσοτικούς όρους» (σελ. 290).

Εντούτοις, δεν περιέχεται ούτε στο ΕΣΕΚ ούτε στα παραρτήματά του η παρουσίαση της «ειδικής μεθοδολογικής προσέγγισης» που χρησιμοποιήθηκε και επί της οποίας βασίστηκαν οι προτάσεις του ΕΣΕΚ. Ακόμη, δεν περιέχεται ούτε στο ΕΣΕΚ ούτε στα παραρτήματά του η ανάλυση ειδικώς των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τα μέτρα πολιτικής που προτείνονται.

Η παράλειψη αυτή είναι ουσιώδους σημασίας, διότι το σύνολο των προτεινόμενων μέτρων και ιδίως όσων αφορούν τις τεχνολογίες ΑΠΕ – η εγκατεστημένη ισχύς των οποίων υπερδιπλασιάζεται με το ΕΣΕΚ – έχουν ή αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Στο πλαίσιο των αδειοδοτήσεων ΑΠΕ, πέραν της υποβολής μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, είναι εύλογο να υποβάλλονται μελέτες οικονομικών επιπτώσεων στους ΟΤΑ όπου εγκαθίστανται, ιδίως στις περιπτώσεις που οι τοπικές κοινότητες / περιφερειακά όργανα εκφράζουν αρνητική γνωμοδότηση.

Ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλή συγκέντρωση παραδοσιακών οικισμών ή / και σε νησιά με τουριστικό χαρακτήρα με έμφαση στην αυθεντικότητα του φυσικού τοπίου, σε παραθεριστικά κέντρα εντός όρμων / κόλπων (τα όρια των οποίων δεν καλύπτονται από τη ζώνη προστασίας με βάση το θεσμικό πλαίσιο χωροταξίας), οι εγκαταστάσεις σταθμών ΑΠΕ, ενδέχεται να προκαλούν εξωτερικές οικονομικές επιβαρύνσεις που καθιστούν το έργο ασύμφορο από πλευράς σύγκρισης οικονομικού οφέλους έναντι οικονομικής επιβάρυνσης στις υφιστάμενες δραστηριότητες.

Θα πρέπει σαφέστατα να σταθμίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις αν το οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα αφορά την εγκατάσταση ΑΠΕ ή τη διατήρηση δραστηριοτήτων που φαίνεται να υποβαθμίζονται από την εγκατάσταση ΑΠΕ.

Στις περιπτώσεις όπου οι εξωτερικές επιβαρύνσεις είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν σε κατάργηση θέσεων απασχόλησης ιδίως σε ορεινές, απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές, επηρεάζοντας αρνητικά τον κοινωνικό ιστό, ο παράγοντας αυτός θα πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά.

Σε σχέση με τις αναφορές του ΕΣΕΚ για το χωροταξικό πλαίσιο, αν και είναι θετική η αναφορά ότι για την αναμόρφωση του χωροταξικού πλαισίου των ΑΠΕ θα «ληφθούν υπόψη» κριτήρια περιβαλλοντικής προστασίας, η αναφορά αυτή είναι όλως αόριστη και πρέπει απαραιτήτως να γίνει πιο συγκεκριμένη._
________________________________________________

Επομένως κατά την γνώμη μας πρέπει να προσβάλλουμε νομικά το εθνικό σχέδιο για το κλίμα και την ενέργεια, λόγω ελλείψεως μελέτης των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων, στο κατάλληλο χρονικό σημείο, τότε δηλαδή που θα παράξει συνέπειες στο εθνικό θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο (κατά την έννοια της δεσμευτικής κανονιστικής ρύθμισης).

Από χιλιάδες (εάν αυτό γίνει δυνατό πολίτες) ενώπιον του ΣτΕ, ζητώντας ρητά και επιτακτικά, λόγω των αναμενόμενων επιπτώσεων του, υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ εκ μέρους του εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου.

Παρακαλούμε για την προσοχή σας σε αυτές τις σκέψεις https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/…:

46. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, μολονότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά συγκεκριμένο τομέα οικονομικής δραστηριότητας, ήτοι την εκμετάλλευση αιολικών πάρκων, ωστόσο δεν καθορίζει ένα πλήρες πλαίσιο, ήτοι ένα συνολικό πλέγμα συνεκτικών μέτρων, για τον τομέα αυτόν. Για τον λόγο αυτόν, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) διερωτάται αν μέτρα, τα οποία καθορίζουν μόνο εν μέρει το πλαίσιο χορηγήσεως αδειών σε σχέδια έργων, μπορούν να λογιστούν ως σχέδιο ή πρόγραμμα.
47. Υπέρ της ανάγκης υπάρξεως πλήρους πλαισίου μπορεί να θεωρηθεί ότι συνηγορεί ο ορισμός του Δικαστηρίου σε σχέση με τα «σχέδια και προγράμματα». Συνδέεται με «τα κριτήρια και τις λεπτομέρειες της χωροταξικής οργανώσεως» ( 25 ). Τούτο μπορεί να έχει την έννοια ότι το σχέδιο ή πρόγραμμα πρέπει κατά βάση να περιλαμβάνει όλα τα κριτήρια και τις λεπτομέρειες της χωροταξικής οργανώσεως, ήτοι ότι πρέπει να καθορίζει ένα πλήρες πλαίσιο.
48. Στην πραγματικότητα, ο ανωτέρω προβληματισμός αφορά, ωστόσο, λιγότερο την ερμηνεία των εννοιών «σχέδια και προγράμματα» κατ’ άρθρον 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ, όσο το ζήτημα αν τέτοια μέτρα υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ή του άρθρου 3, παράγραφος 4. Και τούτο διότι, κατά τις διατάξεις αυτές, το εκάστοτε σχέδιο ή πρόγραμμα, προκειμένου να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει να καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων. Από την όλη οικονομία της οδηγίας ΣΕΠΕ προκύπτει συνεπώς ότι είναι δυνατή η ύπαρξη σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία δεν καθορίζουν κάποιο πλαίσιο και για τα οποία όμως, ακριβώς για τον λόγο αυτόν, δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
49. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΣΕΠΕ. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΥΤΗ ΑΦΟΡΑ ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ, ΜΟΛΟΝΟΤΙ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ, ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ ΚΑΠΟΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΩΝ ΣΕ ΕΡΓΑ. Πρόκειται για σχέδια και προγράμματα για τα οποία, λόγω των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένες περιοχές, κρίνεται αναγκαία η εκτίμησή τους βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.

Το άρθρο που κατέβασε το energypress.gr

6 Σχόλια

[ΔΔΣ: νομίζω ότι θα πρέπει να θεωρήσω τιμητικό το ότι το energypress αφού δημοσίευσε το κείμενο-εργασία μου μετά το κατέβασε. Είναι δύο πράγματα προφανή: 1) Τους ενόχλησε πολύ. 2) Αυτά που γράφονται σε αυτό ισχύουν και γιαυτό προτιμούν την συγκάλυψη και όχι τον επιστημονικό και δημοκρατικό διάλογο και αντιπαράθεση απόψεων.

Πάρα ταύτα το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο Portal  στην διεύθυνση: https://www.michanikos-online.gr/%C…%CE%B9/ με αναφερόμενη μάλιστα πηγή το energypress. Έτσι υπάρχει άλλο ένα πρόσθετο τεκμήριο για την εξαγωγή συμπερασμάτων κλπ]

ΑΠΕ, Κλιματική Αλλαγή και η αντιμετώπιση των Αιολικών Πάρκων από την δικαστική εξουσία και τους πολίτες. Στοιχεία από την περίπτωση της Εύβοιας.

Δημήτριος Δ. Σουφλέρης

Δικηγόρος, επιμ/θείς στο ΕΚΠΑ στη Βιώσιμη Ανάπτυξη και το Περιβάλλον,

Imperialx Clean Power Professional Certificate

Oκτώβριος 2019

Πρόλογος

Η πολύ μεγάλη υπόθεση της αποκαλούμενης κλιματικής αλλαγής κατά την προσωπική μου άποψη χρησιμοποιείται άκριτα και καθ’ υπερβολήν για την υπέρμετρη ανάπτυξη των ΑΠΕ, ενώ η επιστημονική σύνεση θα απαιτούσαν περισσότερη δουλειά για το θέμα. Επιπλέον έχουν παραγκωνισθεί πλήρως μεγάλες και κεφαλαιώδους σημασίας δράσεις, πράξεις και πρακτικές που και προβλέπονται και απαραίτητες είναι. Με αυτό τον τρόπο όμως είναι προφανές ότι όχι μόνο δεν βαδίζουμε καλά, αλλά και ότι επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, δημιουργώντας για εμάς και τα παιδιά μας ένα μάλλον ζοφερό μέλλον.

Εισαγωγή

Αυτό που συμβαίνει στην σημερινή Ελλάδα, με την καταστροφή των βουνών μας, με αρκετούς τρόπους και αναλογίες το έχουμε ξαναζήσει. Στις δεκαετίες του 50 και του 60 είδαμε να γίνονται τσιμέντο και βορά στους εργολάβους και την αντιπαροχή οι ελληνικές πόλεις. Στις δεκαετίες του 70 και του 80 ήρθε η σειρά των ελληνικών νησιών στο όνομα του τουρισμού. Παρόλο που τόσες φωνές έχουν ακουσθεί και είναι κοινός τόπος ότι αυτή η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και της αποκαλούμενης βιομηχανίας του ελληνικού τουρισμού έχουν ζημιώσει βαριά και ανεπίστρεπτα τους αστικούς ιστούς των πόλεών μας και χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμών στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, στις μέρες μας ζούμε μία απίστευτη επίθεση κατά των ορεινών όγκων της χώρας, στο όνομα της χαρακτηριζόμενης ως απαραίτητης και σωτήριας ανάπτυξης των ΑΠΕ. Η αιτιολογική βάση της ανάγκης για την ανάπτυξή τους βρίσκεται στην κρατούσα θέση και άποψη ότι αυτές είναι οι προσφορότερες για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας και ταυτόχρονη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και του ενδεχομένου υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Είναι αλήθεια ότι την τελευταία 25ετία μοιάζει να υπάρχουν αλλαγές και έντονες διακυμάνσεις στο κλίμα της Γης. Κάτι βεβαίως που δεν είναι άγνωστο από το πλανητικό παρελθόν και μάλιστα με ακόμη πιο έντονα φαινόμενα. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι ενεργειακές μας ανάγκες αυξάνονται αλματωδώς και ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα επιφέρει κολοσσιαίες μεταβολές στο περιβάλλον.

Από αυτές όμως τις αλήθειες, μέχρι την καλλιέργεια ως απαράβατου θεωρήματος της ιδέας ότι δια των ΑΠΕ θα σώσουμε τον πλανήτη, ότι με ανεμογεννήτριες σε κάθε βουνό και νησί της Ελλάδας θα καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας νομικές και μη νομικές για συνεισφορά στον έλεγχο της κλιματικής αλλαγής κλπ και ότι ταυτοχρόνως θα βελτιωθούμε αναπτυξιακά και ενεργειακά, η απόσταση δεν είναι ένα λογικό βήμα. Είναι περισσότερο ένα υπερβολικό, πρόωρο και πολύ άσχημα υλοποιούμενο άλμα, που συμπαρασύρει οικονομίες, οικοσυστήματα και κοινωνίες.

Στην Ελλάδα -που παρεμπιπτόντως είναι η χώρα που έγινε το πρώτο παραγωγικό α/π στην Ευρώπη- η αιολική ενέργεια άρχισε να αναπτύσσεται με συνεχώς επιταχυνόμενους ρυθμούς από το 2000 και μετά. Από την αρχή υπήρξαν κάποιες αντιρρήσεις, το κυρίαρχο αφήγημα όμως εν γένει έπειθε τους πολλούς. Στα μεταμνημονιακά χρόνια η κατάσταση γίνεται ιδιαιτέρως επιθετική και την τελευταία 5ετία έχει λάβει καταιγιστικούς ρυθμούς.

Ταυτοχρόνως όμως αυξήθηκαν και οι αντιδράσεις ενώ όλο και περισσότεροι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά με όλη αυτή την υπόθεση. Δεν μπορεί να έχει αυξηθεί το τέλος ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) 3500% μέσα σε μία 8ετία, δεν μπορεί να γεμίζουμε α/γ τα βουνά και τα νησιά μας, να σκάβουμε, να τσιμεντώνουμε, να κόβουμε δάση κλπ, να χάνουν την δουλειά τους κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι ή ενασχολούμενοι με τον εναλλακτικό τουρισμό και όλα αυτά να θεωρούμε ότι είναι καλά, απαραίτητα και ο μόνος δρόμος.

Οι αντιδρώντες πολίτες δυστυχώς δεν έχουν και πολλά μέσα στα χέρια τους. Πολιτικοί και αυτοδιοικητικοί, οικονομικά συμφέροντα και ΜΜΕ στηρίζουν το προαναφερόμενο θεώρημα και παρουσιάζουν τους αντιδρούντες ως γραφικούς, μη προοδευτικούς και ίσως ακόμη και ως φιλικούς προς ακραία συντηρητικούς ηγέτες. Η κυριότερη μέχρι σήμερα θεσμική μορφή αντίδρασης υπήρξε η δικαστική προσφυγή, ιδίως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Οι προσπάθειες αντιμετώπισης των α/π δια της προσφυγής στο ΣτΕ ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς αλλά πλέον έχει γίνει απελπιστικά αλυσιτελείς μετά από πολύ πρόσφατες αποφάσεις του που αφορούσαν την Νότιο Εύβοια (ΣτΕ 47/2018) και την Μάνη (ΣτΕ 1469/2018).

Η Ν. Εύβοια είναι η περισσότερο επιβαρυμένη με α/π (αιολικά πάρκα) περιοχή στην Ελλάδα. Ταυτοχρόνως μεγάλο μέρος έχει εδώ και πολλά χρόνια ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000. Είναι γεμάτη αρχαιολογικούς χώρους (κάστρα, δρακόσπιτα κα), έχει πανέμορφα φαράγγια και αρκετές κορφές βουνών (την Όχη με τις πολλές βραχοκορφές, καταφύγιο ορειβατικό, ένα αρχέγονο καστανόλογγο σε μικρό οροπέδιο στα 1000 περίπου μέτρα υψόμετρο, το πιο γνωστό στην Ελλάδα αρχαίο κτίσμα από αυτά που αποκαλούνται “δρακόσπιτα” κα).

Για την Μάνη τι να πει κανείς. Το τοπίο της Μάνης είναι ιδιαίτερο τόσο ως προς τη φυσική διαμόρφωση όσο και ως προς την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του. Στη Μάνη υπάρχουν πολλοί πέτρινοι πύργοι, 7 κάστρα, πληθώρα αρχαιολογικών χώρων, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες με εξαίρετες αγιογραφίες. Στην περιοχή βρίσκονται οι 98 από τους 118 οικισμούς της Πελοποννήσου που έχουν χαρακτηριστεί επίσημα παραδοσιακοί, μαζί με πολλά σπήλαια, καλντερίμια και φαράγγια για πεζοπόρους. Τα χωριά της Μάνης διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους. Και όμως σε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ, της Ελληνικής Ορθολογικής Εταιρείας και 1.196 κατοίκων, με επιδίωξη την προστασία αυτού του μοναδικού ευρωπαϊκά τόπου από την ασύμβατη εγκατάσταση βιομηχανικών α/π η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απορριπτική.

Οι συνθήκες του προβλήματος

Για την αρχική προσέγγιση του θέματος θα δοθούν κάποιες εικόνες που το αφορούν και έρχονται από διάφορες κατευθύνσεις.

Ας ξεκινήσουμε με μία “καλή είδηση” από τον τύπο. Διαβάζουμε στον ιστότοπο ecopress (http://ecopress.gr/?p=15332), αλλά και σε σχεδόν σε όλες τις εφημερίδες: “Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανανεώθηκε η θητεία του καθηγητή Αρθούρου Ζερβού ως προέδρου του παγκοσμίου Δικτύου Πολιτικής για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας REN 21. Η εκλογή του κ. Αρθούρου Ζερβού έγινε κατά τη διάρκεια των εργασιών του REN21 Academy, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 200 μέλη από 150 οργανισμούς εκπροσωπώντας 80 χώρες, με αντικείμενο την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στους τομείς θέρμανσης, μεταφορών και εξελιγμένων ενεργειακών συστημάτων. Ο Πρόεδρος και το ΔΣ της ΕΛΕΤΑΕΝ συγχαίρουν τον Καθηγητή Αρθούρο Ζερβό για την τρίτη συνεχόμενη επανεκλογή στη θέση του Προέδρου της διοικητικής επιτροπής του Παγκοσμίου Δικτύου Πολιτικής για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας τον 21ο Αιώνα REN21. «Θα συνεχίσω με πείσμα τις προσπάθειες για την υλοποίηση του οράματος για μια παγκόσμια οικονομία βασισμένη σε ΑΠΕ», δήλωσε ο κ. Ζερβός.

Η είδηση αυτή ήδη μας βάζει στο πλαίσιο της διεθνούς σκηνής και των ισχυρών παικτών και τάσεων που το διαμορφώνουν. Αυτό είναι η πρώτη παράμετρος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενασχολούμενοι με τις ΑΠΕ και ιδίως την αιολική ενέργεια, την πιο διαδεδομένη εξ αυτών.

Η επόμενη σκηνή διαδραματίσθηκε στα μέσα Νοεμβρίου στα δικαστήρια της Χαλκίδας. Πρόκειται για συζήτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία είχε ως αντικείμενο το κατασκευαζόμενο αυτή τη χρονική περίοδο αιολικό πάρκο στην Βάθεια της Εύβοιας, από την εταιρεία ΤΕΡΝΑ και αφορούσε τον κίνδυνο που διατρέχουν κάτοικοι της περιοχής από την πτώση βράχων εξαιτίας των χωματουργικών έργων που γίνονται κατά την κατασκευή του α/π. Δικηγόροι και δικαστής φαίνονταν να έχουν μικρή σχέση με το τι πραγματικά σημαίνει ένα α/π. Ο δικαστής αρνείτο να δει χάρτη της περιοχής, κάτι που θα τον βοηθούσε να σχηματίσει ευκολότερα και καλύτερα την εικόνα του τόπου. Ο μάρτυρας της εταιρείας στις ερωτήσεις των δικηγόρων των αιτούντων-κατοίκων αρνείτο πεισματικά να απαντήσει. Και μέσα σε αυτή την μάλλον αστεία εικόνα η πιο σημαντική λεπτομέρεια ήταν η ακόλουθη: όταν ασκήθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα (στο τέλος Ιουνίου) το έργο δεν είχε κατασκευασθεί, ήταν σχεδόν στο ξεκίνημά του. Όταν συζητήθηκαν -μετά από μία αναβολή τον Σεπτέμβριο- το έργο έχει σχεδόν αποπερατωθεί. Συνεπώς η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος κίνδυνος (αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων) καθώς και η δυνατότητα για προσωρινή ρύθμιση και προστασία (δηλαδή το αντικείμενο που παρέχεται από τα ασφαλιστικά μέτρα) έχουν ουσιαστικά παρέλθει. Συνεπώς κατ΄ ουσίαν πλέον λείπει το αντικείμενο της διεξαχθείσας δίκης. Είναι προφανέστατα αναμενόμενο να απορριφθούν στην συνέχεια τα αιτούμενα ασφ. μ. για τους προαναφερθέντες λόγους..

Οι δίκες όμως δεν κερδίζονται κατ΄ αυτό το τρόπο και τα περιβαλλοντικά αγαθά ούτε διασώζονται ούτε προστατεύονται.

Μέσα σε τέτοια πλαίσια λίγο ή πολύ διαδραματίζεται η υπόθεση των ΑΠΕ στη χώρα μας. Δηλαδή από την μία μεριά ισχυρότατα οικονομικά, πολιτικά και επιστημονικά συμφέροντα τα προωθούν τοπικά και παγκοσμίως. Και αφετέρου η προάσπιση θεμάτων περιβαλλοντικής υφής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων διενεργείται κατά τρόπο φτωχό και απογοητευτικό, εξαιτίας ευθυνών που βαρύνουν και την δικαστική εξουσία και τους πολίτες που προσφεύγουν (ή δεν προσφεύγουν) σε αυτήν. Επ’ αυτού όμως αναλυτικότερα και πληρέστερα στην συνέχεια.

Η δικαιολογητική βάση των ΑΠΕ

Ποια όμως είναι η κύρια δικαιολογητική βάση για τις ΑΠΕ; Είναι η υπόθεση της κλιματικής αλλαγής εξαιτίας της αύξησης κυρίως του διοξειδίου του άνθρακος (CO2) και δευτερευόντως ακόμη 5 αερίων στην γήινη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου. Το CO2 έχει δαιμονοποιηθεί τόσο πολύ που για τον μέσο άνθρωπο μοιάζει να είναι κάτι το απόλυτα κακό, κάτι που μόνο η ανθρώπινη δραστηριότητα γεννά κλπ. Ξεχνούν οι περισσότεροι ότι το CO2 είναι ένα από τα βασικά συστατικά αέρια της ατμόσφαιρας. Περιττό να αναφερθεί ότι σε τέτοιες συνθήκες παρασιωπάται ότι οι κύριοι ελεγκτές και παράγοντες απορρόφησης του CO2 είναι τα δάση και εν γένει τα φυτά και κυρίως οι ωκεανοί της γης. Ο μέσος όμως άνθρωπος οδηγείται σιγά-σιγά να πιστεύει ότι τη δουλειά αυτή -δηλαδή τον έλεγχο του CO2- τη κάνουν οι ΑΠΕ.

H αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου θεωρείται -κατά την κρατούσα άποψη- μετά βεβαιότητος ανθρωπογενής. Κύρια πηγή αυτών θεωρείται η καύση των ορυκτών καυσίμων. Χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί η σε μεγάλο βαθμό η επί μέρους αλήθεια των προηγουμένων, όμως τα τελικά συμπεράσματα και η μεγάλη βεβαιότητα επ’ αυτών, για τον σκεπτόμενο άνθρωπο δημιουργούν απορίες και σοβαρά ερωτήματα. Είναι βέβαιο ότι πέρα από τις αδιαμφισβήτητες τεράστιες επιρροές μας επί του πλανήτη, επιπλέον τις τελευταίες 3 δεκαετίες βιώνουμε μία σημαντική κλιματική διακύμανση. Από εκεί και πέρα όμως μπροστά μας ανοίγετε ο δρόμος της επιστήμης και της γνώσης -μακρύς και δύσκολος- μακριά από συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά, για να μπορέσουμε να φθάσουμε στις βεβαιότητες και τις μεθόδους που θα προστατεύσουν το μέλλον μας. Ο δρόμος όμως αυτός μάλλον έχει αποκρυβεί και χαθεί πίσω από μεγάλα συνέδρια, διεθνείς συμφωνίες, πολύπλοκα θεσμικά όργανα, σχεδόν προπαγανδιστική ενημέρωση και βαρύγδουπες δηλώσεις.

Πως μπορεί λοιπόν να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση; Και μπορεί να αντιμετωπισθεί εάν όλα τα κυρίαρχα ΜΜΕ, οι διεθνείς οικονομικοί και πολιτικοί φορείς, τα ΗΕ, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας κλπ στηρίζουν αναφανδόν τις απόψεις περί ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, υπερθέρμανσης του πλανήτη και συνακόλουθης αναγκαιότητας των ΑΠΕ;

Κατά τη γνώμη μου η ουσιαστική αντιμετώπιση βρίσκεται στην πραγματική αλήθεια. Την αλήθεια της επιστήμης και του πραγματικού συμφέροντος του συνόλου των μελών των ανθρώπινων κοινωνιών. Την αλήθεια που μπορεί να προσεγγισθεί με κόπο και ιδρώτα, ελεύθερη σκέψη και έντιμη στάση. Μόνο έτσι μπορούν οι εμπλεκόμενοι στο θέμα (που έχει πλανητικές διαστάσεις) να φθάσουν σε κοινό τόπο και να θέσουν τις βάσεις για ένα καλύτερο περιβαλλοντικό μέλλον. Ένα μέλλον με γνώμονα τον άνθρωπο, την εξέλιξη του, την μείωση της ενεργειακής ανάγκης και την προστασία και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος. Ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και δύσκολος όπως προειπώθηκε, αλλά μπορούμε να τον ακολουθήσουμε.

Περί της κλιματικής αλλαγής

Μπορεί η επιστήμη να έχει φθάσει σε τόσο σαφή, σίγουρα και μονολιθικά συμπεράσματα σε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής και της συνακόλουθης αντιμετώπισης του με ναυαρχίδα τις ΑΠΕ, μέσα σε τόσο λίγα χρόνια; Γιατί ουσιαστικά μιλάμε για κάτι που γεννήθηκε στα τέλη του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και σε λιγότερο από 10 χρόνια είχε εγκαθιδρυθεί ως το κυρίαρχο και πανίσχυρο μοντέλο, το πολιτικώς ορθό, που όποιος το αντιστρατεύεται είναι ύποπτος, ανόητος, με τις δυνάμεις του κακού, φασίστας κλπ.

Αντί να γίνεται λόγος με βεβαιότητα για την κλιματική αλλαγή θα ήταν ορθότερο να γίνεται αναφορά σε θεωρία της κλιματικής αλλαγής. Θέλει πολλά χρόνια για την επιβεβαίωση μιας δύσκολης και πολύπλοκης επιστημονικής υπόθεσης ή μιας θεωρίας. Και στην εποχή μας που πολλά από τα επί αιώνες κρατούντα στα μοντέλα των φυσικών επιστημών ταράζονται και αμφισβητούνται το να υποστηρίζεται και να χτίζεται ένα οικονομικό και εν πολλοίς περιβαλλοντικό μέλλον με κάτι τόσο πρόσφατο είναι προφανώς τουλάχιστον αντιεπιστημονικό. Και μάλλον και ύποπτο. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για ένα από τα πιο σύνθετα, πολύπλοκα και πολυπαραγοντικά θέματα του πλανήτη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τις δεκαετίες του 70 και του 80 γινόταν συζήτηση όχι για υπερθέρμανση του πλανήτη αλλά για ψύξη του με μία νεότερη μικρή παγετωνική περίοδο(εικόνες 1-3). Αλλά και σήμερα και πάλι υπάρχουν απόψεις ότι αυτό μπορεί να ξανασυμβεί σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, μετά την περίοδο υπερθέρμανσης του πλανήτη λόγω της κλιματικής αλλαγής. Εν τω μεταξύ ήδη παρουσιάζεται και η θέση ότι ήδη το κλίμα έχει μπει σε περίοδο ψύξης αντί για ανόδου της θερμοκρασίας.

Επίσης ενδιαφέρον έχει να θυμηθούμε ότι το μεγάλο περιβαλλοντικό πρόβλημα στην δεκαετία του 80 ήταν η όξινη βροχή (acid rain). To πρόβλημα της όξινης βροχής είχε έντονα απασχολήσει τον δυτικό βιομηχανικό κόσμο. Ως πιθανή αιτία θεωρούντο οι εκπομπές συγκεκριμένων αερίων ρύπων από μεγάλες βιομηχανίες. Τι όμως έγινε στην συνέχεια με το πρόβλημα αυτό; Λύθηκε, εκκρεμεί, ξεπεράστηκε ή απλά άλλαξε το επικοινωνιακό βάρος στην διαχείριση ενός περιβαλλοντικού προβλήματος;

Εικ. 1. The Cooling of America (“Το ξεπάγιασμα της Αμερικής” στο περιοδικό TIME, 24 Δεκ. 1979)

πηγή φωτογραφίας: http://content.time.com/time/magazine/0,9263,7601791224,00.html

Εικ. 2. The Cooling World (“Ο κόσμος που παγώνει” στο περιοδικό NEWSWEEK, 28 Aπρ. 1975)

(πηγή φωτογραφίας: https://longreads.com/2017/04/13/in-1975-newsweek-predicted-a-new-ice-age-were-still-living-with-the-consequences/)

Εικ. 3. Experts say a new ice age is imminent (“Οι ειδικοί λένε ότι επίκειται μια νέα εποχή των Παγετώνων” στο περιοδικό SCIENCE & MECHANICS, Νοέμβριος 1969)

πηγή φωτογραφίας: http://www.therxforum.com/showthread.php?t=725297&page=51

Μετά λοιπόν τις αμφιβολίες και τις υποθέσεις για ψύχρανση του παγκόσμιου κλίματος των δεκαετιών 70 και 80, το 1988 ιδρύεται η IPCC (The Intergovernmental Panel on Climate Change) και το 1992 γίνεται η συνδιάσκεψη του Ρίο. Εκεί τίθεται στα πλαίσια μιας διεθνούς συνθήκης ως σοβαρό παγκόσμιο θέμα η κλιματική αλλαγή. Δεν τίθεται όμως αυτό και μόνο ως σοβαρό περιβαλλοντικό ζήτημα πλανητικής κλίμακας. Είναι ένα ανάμεσα σε άλλα 5 μεγάλα θέματα που η συνθήκη αυτή προβλέπει. Πάρα ταύτα είναι αυτό που στις επόμενες 2 δεκαετίες προβάλλεται, ενισχύεται και καταξιώνεται στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου ως ύψιστης σημασίας.

Κατόπιν τα πράγματα ακολούθησαν καταιγιστικό ρυθμό. Η άποψη ότι η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός, και ότι είναι ανθρωπογενής, ότι οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και αυτό με τη σειρά του στην αύξηση των εκπομπών κυρίως του CO2 και ότι η κύρια λύση είναι η ΑΠΕ έγινε το σύγχρονο ευαγγέλιο, οι ιερές γραφές. Συνακόλουθα ξεκίνησε ο προσηλυτισμός και οι σταυροφορίες και σε επίπεδο οικονομικό και τεχνικό οι ΑΠΕ ανεπτύχθησαν και διείσδυσαν ευρύτατα και συνεχίζουν δριμύτερες σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Ήδη το 1998 υπήρξε μία πρώτη σοβαρή διαμαρτυρία εκ μέρους Γερμανών ακαδημαϊκών, το λεγόμενο Μανιφέστο του Darmstadt, που εξέθεταν την ανησυχία και διαφωνία τους για την καταστροφή του περιβάλλοντος τις Γερμανίας από τα αιολικά πάρκα.

Τα α/π στην Εύβοια

Από το 1999 αρχίζει η κατασκευή και επέκταση των α/π στην Καρυστία της Εύβοιας. Παρά τις αντιδράσεις του ΣΠΠΕΝΚ (Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος Νότιας Καρυστίας) και την προσπάθειά του ενημέρωσης του τοπικού πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι η περιοχή είχε ήδη ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000, η Νότια Εύβοια έφθασε μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια να έχει γίνει η πιο επιβαρυμένη με α/π περιοχή της Ελλάδας(εικόνα 4). Και σήμερα όχι μόνο αυτό δεν έχει σταματήσει, αλλά αντίθετα, σαν το κώνειο απλώνεται προς το υπόλοιπο σώμα του νησιού, προς τα βόρεια, αφού ήδη έχουν εγκατασταθεί α/γ στην Κορασίδα (περιοχή Αυλωναρίου)και μέσα στους 5 τελευταίους μήνες στην Βάθεια (Αμάρυνθος, στις περιοχές Σερβούνι και Κοτύλαιο).

Εικ. 4. Αιολικοί Σταθμοί στη Νότια Εύβοια

πηγή φωτογραφίας: https://www.ochi.gr/en/node/56

Την ίδια περίοδο έγινε απόπειρα από αμφιλεγόμενο επιχειρηματία να εγκατασταθεί α/π στη Κύμη. Με επιχειρήματα τόσο “αεριτζίδικα” όπως ότι έτσι θα αυξηθεί ο τουρισμός γιατί θα έρχονται να δούνε τις α/γ. Η αυτοδιοίκηση υπήρξε αρχικά θετική. Μετά από συγκροτημένη αντίδραση πολιτών, με επιχειρήματα και επιστημονικό λόγο τελικά ομόφωνα το τότε Δημοτικό Συμβούλιο (περίοδος 2001-2002) είχε απορρίψει την δημιουργία α/π στη Κύμη. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του τότε Δήμου Κύμης είχε και σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή διακηρύξει την μη αποδοχή εγκατάστασης α/π στην Κύμη, ομοίως είχε αρνηθεί και την εγκατάσταση θαλάσσιων α/π στον κόλπο της Κύμης. Στην περιοχή δημιουργήθηκε ο ΣΔΑΠΠΕ ΚΥΜΗΣ (Σύλλογος Δασοπροστασίας και Προστασίας Περιβάλλοντος Κύμης) που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση της αντίδρασης κατά των α/π. Οι κάτοικοι της περιοχής υπέγραψαν και κοινοποίησαν Διακήρυξη για το περιβάλλον της περιοχής τους το 2007-2008.

Τίποτε και κανείς όμως δεν παρέχει προστασία και σιγουριά στις σημερινές συνθήκες. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τους χάρτες της ΡΑΕ. Σχεδόν και στο καταφύγιο της Δίρφυς, στα ριζά της κορυφής, αιτούνται άδειες εγκατάστασης α/π.

Η δεκαετία του 2000

Θα μπορούσε να ονομασθεί για το συζητούμενο θέμα η σιωπηλή δεκαετία ή η υπόγεια δεκαετία. Γιατί; Γιατί ουσιαστικά διεξήχθη ένας υπόγειος πόλεμος ή επιεικώς μιλώντας μία ισχυρή αντιπαράθεση ανάμεσα από την μια μεριά στις απόψεις τις ενισχυτικές των ΑΠΕ και ιδίως των α/π και από την άλλη των τοπικών κοινωνιών και αρχικά των λίγων που τοποθετήθηκαν αρνητικά ενωρίς για το ζήτημα, λόγω των μεγάλων λοιπών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αμφίβολης ενεργειακής ωφελιμότητας της αιολικής ενέργειας.

Η πολιτεία χαρακτηρίζεται ως προς την συμπεριφορά της από κάποια αμφιθυμία. Η κρατούσα θέση είναι υπέρ των ΑΠΕ. Το ίδιο είναι σε γενικές γραμμές και η θέση των media. Όμως από το αιολικό λόμπι συνεχώς ακούγονται διαμαρτυρίες για καθυστερήσεις, πολυνομία, δυσκολία υπέρμετρη αδειοδοτήσεων κλπ. Πρωτοπόροι στη προώθηση είναι η Greenpeace, η ΕΛΕΤΑΕΝ, ο Ελληνικός Σύνδεσμος Επενδυτών ΑΠΕ, η Μονάδα Ανανεώσιμων Ενεργειακών Πόρων του ΕΜΠ κα. Με επιχειρήματα που από ένα σημείο και πέρα είναι απλά επαναλαμβανόμενα αλλά προωθούνται ισχυρά από ΜΜΕ και πληθώρα φορέων και οργανώσεων σιγά-σιγά όλοι σχεδόν πείθονται για την μεγάλη ανάγκη (αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής), τον κακό παράγοντα (CO2), την απόλυτα ορθή λύση (ΑΠΕ) και την υστέρηση της Ελλάδας στον τομέα (λόγω πολλών αδειοδοτικών διαδικασιών ή μη ικανοποιητικών χρηματοδοτικών εργαλείων). Αναγκαίο για την προώθηση των ΑΠΕ είναι πάντοτε και ένα ευρύτερο και πολυπλοκότερο δίκτυο υψηλής τάσης. Για το λόγο αυτό επίσης ασκήθηκαν πιέσεις και ελήφθησαν νομοθετικά μέτρα τη δεκαετία του 2000.

Την ίδια περίοδο συνεχίστηκαν και μπορεί να ειπωθεί ολοκληρώθηκαν τα αναγκαία βήματα προς την πλήρη απελευθέρωση της ηλεκτρικής αγοράς, που αρχικά ρυθμίσθηκε με το νόμο Ν. 2773/99 (Τεύχος ΦΕΚ Α’ 286/22-12-99): «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας-Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις.» Δέλεαρ για τους καταναλωτές στην απελευθερωμένη ηλεκτρική ενέργεια ήταν η μείωση του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος. Περιττό να ειπωθεί ότι κάποια χρόνια μετά όλοι γνωρίζουμε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα στη χώρα μας έχει υπέρμετρα ακριβύνει και ανάμεσα στα άλλα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουμε και την ενεργειακή φτώχεια.

Την δεκαετία του 2000 είναι ακόμη ισχυρή η συμβολή του ΣτΕ, δια του Ε’ Τμήματός του στην διαμόρφωση νομολογικών και εννοιολογικών εργαλείων για την ευρεία προστασία του περιβάλλοντος. Οι βάσεις είχαν τεθεί την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως επί της προεδρίας του Μιχ. Δεκλερή (Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος κατά την δεκαετία 1990-1999).Το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ με την πλούσια νομολογία του έχει αποτελέσει ξεχωριστή πηγή δικαίου για την ελληνική έννομη τάξη. Παρά το γεγονός ότι η νομολογία αυτή δεν είναι δεσμευτική έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση και επεξεργασία μιας σειράς αρχών όπως, η αρχή της βιωσιμότητας, η αρχή της βιοποικιλότητας, η αρχή της ήπιας αναπτύξεως ευπαθών οικοσυστημάτων, η αρχή της πολιτιστικής κληρονομιάς, η αρχή του βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος. Κατάσταση που μάλλον πλέον ανήκει στο παρελθόν.

Στη διεθνή σκηνή οι παλινδρομήσεις είναι λίγες. Γίνονται διεθνείς συνδιασκέψεις, συνεχώς τίθενται νέοι και πιο φιλόδοξοι στόχοι υπέρ των ΑΠΕ από ΕΕ, ΟΗΕ κλπ. Η κλιματική αλλαγή γίνεται το κύριο επιστημονικό και περιβαλλοντικό αφήγημα και οι ΑΠΕ το “ιερό δισκοπότηρο”. Παρουσιάζονται ως ο τέλειος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να ειπωθεί ότι θέλουν να πείσουν ότι είναι ή μόνη λύση.

Εντός του αφηγήματος των ΑΠΕ τα α/π και οι α/γ (ανεμογεννήτριες) είναι η κορωνίδα. Το ισχυρότερο λόμπι, η πιο διαδεδομένη εικόνα. Σε όλες τις φιλοπεριβαλλοντικές εικονογραφήσεις βλέπουμε το γνώριμο σχήμα της α/γ -ένας ψηλός μεταλλικός πυλώνας με μία τριπλή έλικα. Τείνει να γίνει το πιο αναγνωρίσιμο σύμβολο. Το σύμβολο που υπόσχεται τη λύση, τη σωτηρία.

Είναι όλοι σύμφωνοι με τα α/π και τις α/γ;

Στην κυρίαρχη κατάσταση που εν συντομία περιγράφηκε προηγουμένως υπάρχουν και κάποιοι που αντιστέκονται. Ίσως όχι πολλοί για το σύνολο της χώρας. Όμως με σαφώς αυξητική τάση και κυρίως, για όσους με συνέπεια αντιδρούν στο κυρίαρχο μοντέλο ΑΠΕ και α/π, αυτό που θα πρέπει να τους αναγνωρισθεί είναι η συνεχής προσπάθεια για σοβαρή και επιστημονική αντιμετώπιση του ζητήματος. Δυστυχώς όμως τα ΜΜΕ τους αποφεύγουν και “σνομπάρουν” και η αντίθετη πλευρά (το αιολικό λόμπι) τους συκοφαντεί ως γραφικούς, ύποπτους, ακόμη και ως υπερασπιστές των συμφερόντων των πετρελαϊκών εταιρειών ή του Τραμπ.

Βεβαίως τίποτε από αυτά δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Κάνοντας μία σοβαρή σύνοψη των βασικών θέσεων γύρω από τις οποίες επικεντρώνεται η αντίδραση και αντίλογος στο κυρίαρχο μοντέλο των ΑΠΕ, θα διακρίνουμε τις εξής:

  1. ΝΑΙ υπάρχει μεγάλο και σοβαρό θέμα ίσως και πρόβλημα ως προς το παγκόσμιο κλίμα. Όμως η εξαγωγή σίγουρων και αδιαμφισβήτητων συμπερασμάτων επ’αυτού δεν είναι εύκολη και χρειάζεται ακόμη πολύ και αντικειμενική δουλειά.

  2. ΝΑΙ πρέπει να αγωνιστούμε για βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης και για βελτίωση της.

  3. ΟΧΙ όμως: οι παρουσιαζόμενες ΑΠΕ και ιδίως το κομμάτι που εδώ μας απασχολεί, τα α/π ΔΕΝ είναι η μαγική λύση.

  • Και μάλιστα όχι μόνο δεν είναι η μαγική λύση, αλλά αντιθέτως δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύουν:

  • Καταστρέφουν δάση, δασικές εκτάσεις, θαμνότοπους, περιοχές μακίας βλάστησης κλπ.

  • Αλλοιώνουν και υποβαθμίζουν τα βουνά μας (πχ εκσκαφές, κατακρημνίσεις και συμβολή στην ερημοποίησή τους).

  • Προκαλούν υποβάθμιση έως και απώλεια οικοτόπων και οικοσυστημάτων.

  • Δημιουργούν μεγάλο πρόβλημα σταθερότητας και ασφαλείας στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας.

  • Επιβαρύνουν πολυεπίπεδα την πραγματική οικονομία και τα συμφέροντα των καταναλωτών.

  • Προκαλούν αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω του λεγόμενου παλιότερα τέλους ΑΠΕ και πλέον ΕΤΜΕΑΡ κατά 20-25%.

  • Αναλώνουν κεφάλαια κονδυλίων της ΕΕ σε επιδοτήσεις, ενώ αυτά θα μπορούσαν να ενισχύσουν άλλους κλάδους της οικονομίας.

  • Ενισχύουν επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντα που πιθανά και μάλλον προφανώς ο τρόπος λειτουργίας τους εντός της αγοράς δημιουργεί συνθήκες μονοπωλίων, καρτέλ και αν όχι τα προηγούμενα πάντως σίγουρα σοβαρών στρεβλώσεων.

Προσφυγή στη Δικαιοσύνη

Παρ’ όλα αυτά και μέσα σε όλα αυτά κάποιοι αγωνίζονται για λύσεις και σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος. Και στα πλαίσια αυτά απευθύνονται στην ελληνική Δικαιοσύνη. Και προσδοκούν από εκεί παρέμβαση, ρύθμιση, προστασία και εν τέλει δικαίωση.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν τα αποτελέσματα ενώπιον της Δικαιοσύνης είναι τα επιθυμητά, εάν είναι σε τελική ανάλυση καλά ή όχι για τους προσφεύγοντες και επιδιώκοντες κάποιο είδος προστασίας από την άναρχη, αντιπεριβαλλοντική και πολλαπλά προβληματική επέκταση των α/π.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό -κατά την προσωπική μου άποψη- είναι ότι τα αποτελέσματα από την προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι από πενιχρά έως απογοητευτικά.

Γιατί η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν αποδίδει σημαντικά θετικά αποτελέσματα

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο παράγοντες στην διαμόρφωση της παραπάνω αρνητικής απαντήσεως:

Ι) Την δικαστική εξουσία, την ίδια τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της.

ΙΙ) Τους πολίτες συνολικά, είτε προσφεύγοντες στη δικαιοσύνη είτε όχι.

Ως προς την δικαστική εξουσία

Οι εξηγήσεις επί του πρώτου εκ των ανωτέρω έχουν εν συντομία ως εξής και κατά βάσιν μας οδηγούν ενώπιον τριών ζητημάτων – ερωτημάτων (και πολλών άλλων επί μέρους ερωτήσεων και αποριών):

Α) Περιμένουμε από τους δικαστές που ζουν και λειτουργούν εντός αυτής της κοινωνίας και εντός αυτών των τρεχουσών και κρατουσών αντιλήψεων να διαφοροποιηθούν κατά τρόπο ρηξικέλευθο; Δηλαδή περιμένουμε να ψάξουν βαθύτερα, ουσιαστικότερα και εν τέλει επιστημονικότερα (ως προς τις περιβαλλοντικές επιστήμες) τα ζητήματα που τίθενται;

Αυτό θα σήμαινε εντρύφηση στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής, των ζητημάτων παραγωγής και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, των αξιών που εμπεριέχονται στο φυσικό κεφάλαιο και στην αξία της Φύσης ως Όλου και ως κοινού πανανθρώπινου αγαθού. Αυτό επίσης θα σήμαινε γνώσεις και αντίληψη εννοιών όπως σταθερότητα ηλεκτρικού δικτύου, σημασία των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, κόστη παραγωγής και τιμές πώλησης του ηλεκτρικού ρεύματος, LCOE κ.α.π. Επίσης εξοικείωση με την απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τις προοπτικές των διακρατικών και διευρωπαϊκών διασυνδέσεων.

Θα απαιτούσε όμως κυριότερα γνώση και πιο πολύ αντίληψη εννοιών όπως οικοσυστημική αξία, αλληλοσύνδεση και αλληλεξάρτηση οικοτόπων, πολυπλοκότητα και ευθραστότητα των ζώντων οργανισμών. Και ακόμη ερημοποίηση, ιδιαιτερότητες της παραμεσόγειας βλάστησης, και ξεχωριστός γεωγραφικός χαρακτήρας μιας χώρας όπως η Ελλάδα, ταυτόχρονα εκπληκτικά ορεινής και αρχιπελαγικής. Τέλος ας τονισθεί ότι ο Έλληνας δικαστής πρέπει να θυμάται ότι ζει και δικαιοδοτεί στο πλουσιότερο από πλευράς πανίδας και χλωρίδας σημείο της Ευρώπης.

Δυστυχώς με όλα τα προηγούμενα ο μέσος Έλληνας δικαστής δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση. Κάτι που ως ένα βαθμό είναι απολύτως φυσιολογικό, λόγω της ευρύτητας και πολυπλοκότητας των ζητημάτων αυτών. Αφού τα δύο κύρια αντικείμενα, που είναι η ενέργεια και το περιβάλλον είναι μεν από τα σημαντικότερα και απολύτως απαραίτητα για τη ίδια τη ζωή μας, ταυτοχρόνως όμως απίστευτα σύνθετα, πολυπαραγοντικά, σχεδόν χαοτικά και εν τέλει πολύ δύσκολα και επίπονα για την επιστημονική κατάκτησή τους.

Β) Τίθεται όμως και ένα άλλο ερώτημα συναφές με το θέμα: Μπορεί η ελληνική δικαιοσύνη να θέσει σε ριζικά ορθότερο δρόμο την ελληνική διοίκηση; Και στο ερώτημα αυτό οδηγούμαστε γιατί κατά βάσιν η προσπάθεια για αντιμετώπιση των α/π γίνεται ενώπιον του ΣτΕ. Δηλαδή ενώπιον του ανώτερου δικαστηρίου που έχει ως κύριο αντικείμενο τις διοικητικές υποθέσεις. Έχει όμως βελτιωθεί η ελληνική διοίκηση λόγω της διοικητικής δικαιοσύνης;

Το ερώτημα είναι βεβαίως σε μεγάλο βαθμό ρητορικό. Προσωπική μου πεποίθηση όμως είναι ότι η ελληνική διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής του κράτους και ότι και να κάνει η δικαιοσύνη σίγουρα δεν μπορούν να γίνουν θαύματα, Για να θεραπευθεί κάποιος, πρώτος όρος είναι η επιθυμία του και δεύτερος όρος είναι η συνεργασία του. Και τα δύο αυτά σε γενικές γραμμές λείπουν από την ελληνική διοίκηση.

Συνεχίζοντας τις σκέψεις για διόρθωση και σωτηρία από τα λάθη -ουσιαστικά πρόκειται για συλλογικά εγκλήματα- μπορούμε να ρωτήσουμε: Γιατί δεν σώθηκε η Ελλάδα και στα ζητήματα αστικής ανάπτυξης, πολεοδόμησης, οικοπεδοποίησης και αυθαίρετης δόμησης, γιατί παρά τις χιλιάδες νομοθετικών ρυθμίσεων και δεκάδες χιλιάδες αποφάσεις δικαστηρίων τελικά βρισκόμαστε με το 95% των αστικών ιστών κατεστραμμένων ή υπέρμετρα αντιλειτουργικών και απάνθρωπα άσχημων;

Γ) Το τελευταίο μεγάλο ζήτημα-ερώτημα που γεννάται είναι η ακόλουθη σκέψη: Η δικαιοσύνη δεν ενεργεί μόνη της. Ενεργεί και δρα μέσα στα πλαίσια ενός τριπλού συστήματος, που περιλαμβάνει και την νομοθεσία και την κυβέρνηση. Κάτι σαν την τριπλή πτερωτή έλικα των α/γ. Και όπως η έλικα της α/γ δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν είτε λείπει, είτε είναι ελαττωματικό ένα από τα πτερύγια, ομοίως και η δικαιοσύνη χάνει την ικανότητά της για καλή λειτουργία όταν πάσχει κάποιο από τα άλλα δύο. Συνεπώς οι δυσλειτουργίες της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας έχουν άμεση επίπτωση και στην δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να έχεις κακούς ή προβληματικούς νόμους και καλή δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να έχεις απείθαρχες, κακότροπες και κουτοπόνηρες κυβερνήσεις και διοίκηση και ταυτοχρόνως καλή δικαιοσύνη. Δεν μπορεί η εκτελεστική εξουσία να παραβιάζει ή να μην σέβεται δικαστικές αποφάσεις και να περιμένουμε αποδοτική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να διαπλέκεται η κυβέρνηση με τους ανώτατους δικαστές (έστω και σε μεμονωμένα περιστατικά) και να αναμένουμε σεβασμό και αποδοχή του δικαστή και του δικαιοδοτικού του ρόλου από τον απλό πολίτη, από τον λαό.

Εν τελική αναλύσει, δεν μπορεί να αλλοιώνεται ο πυρήνας των συνταγματικών ρυθμίσεων που έχει περιβαλλοντικό σκοπό, μέσα από θεσμικά επινοήματα, νόμων, υπουργικών αποφάσεων, ειδικών χωροταξικών πλαισίων ή προσαρμογών στο ευρωενωσιακό δίκαιο και να πιστεύουμε ακόμη ότι οι κρίνοντες δικαστές θα σταθούν στο πλευρό της πραγματικής περιβαλλοντικής προστασίας και όχι της εικονικής που διαμορφώνεται μέσα από όλα αυτά.

Ως προς τους πολίτες

Όπως αναφέρθηκε αρχικά, ο δεύτερος παράγων που επιδρά αρνητικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν τα α/π, είναι οι ίδιοι οι πολίτες, συνεπώς κατά κάποιον τρόπο είμαστε όλοι εν δυνάμει υπεύθυνοι για το πρόβλημα που υπάρχει και κάθε χρόνο που περνά κακοφορμίζει και περισσότερο.

Γιατί; Ποιοι είναι συγκεντρωτικά και περιληπτικά οι λόγοι;

α) Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι πολίτες δεν κάνουν χρήση των έννομων μέσων που υπάρχουν. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς λίγοι κάνουν λίγα και για λίγο. Δηλαδή λίγοι πολίτες, κάνουν λίγα πράγματα και σε λίγες μόνο περιπτώσεις.

Έτσι όμως δεν μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες για αντιμετώπιση του προβλήματος.

Ειδικότερα:

β) Δεν μπορεί μόνο μια τρομερά μικρή μειοψηφία πολιτών να ενεργοποιείται και να δρα, να αναλαμβάνει το οικονομικό και ακόμα σοβαρότερα το προσωπικό κόστος που απαιτούν αυτές οι υποθέσεις και ταυτοχρόνως να περιμένουμε ότι θα προχωρήσουμε σε λύσεις ή έστω σε σημαντική βελτίωση.

γ) Ούτε μπορεί όλα να λυθούν στο ΣτΕ. Ή να λυθούν από το ΣτΕ. Τότε τι ρόλο έχει η αστική δικαιοσύνη ή η ποινική δικαιοσύνη ή οι εξωδικαστικές πράξεις που μπορεί να έχουν νομικό αντίκτυπο; Πχ Εξώδικα, Αιτήσεις προς αρμόδιες υπηρεσίες, Συμμετοχή σε διαβουλεύσεις και συλλογικά όργανα, υποβολή εντύπων όπως το Δ11 (Έντυπο απόψεων ενδιαφερομένου κοινού επί της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργου ή δραστηριότητας – κατηγ. Α’ για τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης) κλπ.

Επισημαίνεται ιδίως ότι το δικαίωμα αναφοράς προς τις υπηρεσίες (ενν. οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα ν.π.δ.δ) και η υποχρέωση αυτών να ανταποκριθούν είναι κατοχυρωμένο σύμφωνα με το α. 10 του Συντάγματος. Στο προηγούμενο δικαίωμα περιλαμβάνεται και η παροχή πληροφοριών -κάτι προφανέστατα απαραίτητο έως και πολύτιμο σε περιβαλλοντικά ζητήματα.

δ) Ειδικά η περιβαλλοντική πληροφόρηση -πέραν των προαναφερομένων και γενικά ισχυόντων- είναι υποχρέωση του κράτους θεσμικά κατοχυρωμένη στο εσωτερικό δίκαιο αλλά και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κοινοτ. Οδηγ. 90/313/ΕΟΚ, μάλιστα τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τις δημόσιες αρχές να χορηγούν πληροφορίες για το περιβάλλον σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, χωρίς το πρόσωπο αυτό να πρέπει να αποδεικνύει συμφέρον).

ε) Τελικά οι υποθέσεις που φθάνουν στο στάδιο της δικαστικής διερεύνησης είναι λίγες (φυσικά με εκπληκτικά λιγότερα θετικά αποτελέσματα), ενώ εδώ και 18 χρόνια ζούμε με συνεχώς αυξανόμενη ένταση και σοβαρότητα το πρόβλημα. Στα μεταμνημονιακά έτη έχει λάβει όχι απλώς μεγάλες και σοβαρές διαστάσεις, αλλά έχει προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας τραγωδίας για το ελληνικό περιβάλλον και πολιτισμό. Όμως εν τελική αναλύσει είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που πολίτες, ΜΚΟ, θεσμικοί φορείς κλπ ασχολούνται και επιλέγουν και στηρίζουν τον δικαστικό αγώνα ή την σοβαρή νομική αντιμετώπιση.

Για το λόγο αυτό αναμενόμενο είναι και η αντιμετώπιση εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας να είναι αυτή που ταιριάζει σε κάτι που πιθανότατα για τον μέσο δικαστή δεν αποτελεί σημαντικό ζήτημα, δεν είναι επιτακτικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, δεν εγγίζει τον ευρύ πληθυσμό ή αυτοί που το θίγουν είναι ίσως υπερβολικοί, περίεργοι, κόντρα στα διεθνή δεδομένα κλπ.

στ) Τελευταία σκέψη-σχόλιο στην θέση-στάση των πολιτών για το ζήτημα είναι τούτο: η αντιμετώπιση των ΑΠΕ γενικά και των α/π ειδικά και των εξ αυτών προβλημάτων δεν συγκινούν και τον κύριο όγκο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, των οικολόγων και των αυτοπροσδιοριζόμενων ως κομμάτων της οικολογίας. Όλοι αυτοί κυρίως είναι από ένθερμοι οπαδοί και υποστηρικτές των ΑΠΕ έως σκεπτικιστές. Κρίμα βεβαίως -γιατί χωρίς φυσικά να αμφισβητείται δυνατότητα για διαφορετική άποψη και θέση- όμως συνήθως η θέση όλων αυτών πάσχει σε ένα σοβαρότατο επίπεδο: Ξεχνούν ότι η οικολογία είναι ολιστική και ότι η πραγματική αειφορία και βιωσιμότητα δεν μπορεί να υπάρχουν όπου ενεργούμε με τρόπους αποδεδειγμένα προβληματικούς εάν όχι και απελπιστικά λανθασμένους.

Επίλογος

Η δικαιοσύνη μέσα σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να ανέλθει στο ύψος που οφείλει ερευνώντας, προχωρώντας πέρα από τα συνήθη και τις τυπικότητες, στηριζόμενη σε γρηγορούσες συνειδήσεις, πρωτοπορώντας και ανοίγοντας δρόμο για ένα γνήσια βιώσιμο και αειφορικό μέλλον.

Δράση λοιπόν πολυεπίπεδη με κουράγιο και καρτερία και με γνώμονα το καλύτερο για τις ανθρώπινες κοινωνίες και για τη φύση. Με την επιστήμη συνοδοιπόρο αλλά όχι υποκριτικό οδηγό.

Άλλες αναφορές:

  1. Global cooling στη Wikipedia

  2. Τα αρχεία του περιοδικού ΤΙΜΕ στο διαδίκτυο (http://time.com/vault/)

  3. Is This Time Magazine Cover About ‘Global Cooling’? στο https://www.snopes.com/fact-check/time-magazine-cover-global-cooling/

  4. 1988-2008: Climate Then and Now στο https://dotearth.blogs.nytimes.com/2008/06/23/1988-2008-climate-then-and-now/

  5. “To The Horror Of Global Warming Alarmists, Global Cooling Is Here” στο https://www.forbes.com/sites/peterferrara/2013/05/26/to-the-horror-of-global-warming-alarmists-global-cooling-is-here/#d7696464dcf5

Αειφόρος Ανάπτυξη και Περιβάλλον. Η περίπτωση αξιοποίησης του Ελληνικού

leave a comment »

Επιστημονική Ημερίδα
«Αειφόρος Ανάπτυξη και Περιβάλλον.
Η περίπτωση αξιοποίησης του Ελληνικού»
Πάντειο Πανεπιστήμιο, 27 Ιουνίου 2016

>>> για διευκόλυνση για τυχόν ενδιαφερόμενους. Το θέμα του Ελληνικού είναι πολύ σποδαίο. Γνώρισα κάποιους από τους συντελεστές της πιο μάνω ημερίδας. Δεν ασχολούμαι με το θέμα, αλλά το αρχειοθετώ εδώ για πιθανή χρήση του:

Written by dds2

22 Νοεμβρίου, 2016 at 4:09 μμ

Δρόμος Φωκιανός-Κυπαρίσσι (Πελοπόννησος). Υποβάθμιση περιβάλλοντος και αλλοίωση τοπίου

leave a comment »

Η γνωστή πανελλαδική καταστροφή… Αν και μακριά σχετικά, προσθέτω και εγώ την διαμαρτυρία μου.

περισσότερα στο

https://www.youtube.com/watch?v=IOabJctSW04&feature=youtu.be

Written by dds2

24 Ιουνίου, 2016 at 2:27 μμ

φωτογραφικές αναδημοσιεύσεις από το βιβλίο του Ι. Ροηλίδη

leave a comment »

Παρουσιάζονται τα κείμενα που αφορούν αποκλειστικά-κύρια την Χαλκίδα και όχι αυτά που είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία είναι περισσότερα και μάλλον και πιο ενδιαφέροντα. Ο ενδιαφερόμενος ας αγοράσει το βιβλίο. Άλλωστε είναι πιο ευχάριστο να διαβάζει κανείς σε βιβλίο…

Σελ. 37-39: «Η πόλη της Χαλκίδας και οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της«, επιστολή, εφημ. Πανευβοϊκό Βήμα, 24.9.1987

Ροηλίδης1 Ροηλίδης2

Ξύπνα! Ξεπουλούν τις παραλίες μας! Υπογράφουμε εδώ

leave a comment »

Γιατί είναι σημαντικό;
Ακούγεται εξωφρενικό, αλλά αυτό το καλοκαίρι ίσως να είναι το τελευταίο που θα μπορούμε να χαρούμε ελεύθερα τις Ελληνικές παραλίες! Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση σχεδιάζει εγκληματικό νομοσχέδιο για να ξεπουλήσει τις παραλίες μας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αν αυτό περάσει, τα παιδιά μας κινδυνεύουν να κληρονομήσουν μια Ελλάδα με τσιμεντωμένες παραλίες, που κάθε σπιθαμή τους θα ανήκει σε εταιρίες και πρόσβαση θα έχουν μόνο όσοι πληρώνουν. Έχουμε όμως μια ευκαιρία να αποτρέψουμε αυτό το έκτρωμα πριν είναι πολύ αργά.

Την Τρίτη κλείνει η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο και οι Υπουργοί Οικονομικών και Τουρισμού ελπίζουν να περάσει απαρατήρητο. Έχει όμως ήδη αρχίσει να γιγαντώνεται ένα κίνημα αντίδρασης και εμείς σκοπεύουμε να τους παραδώσουμε χιλιάδες φωνές διαμαρτυρίας και να δημιουργήσουμε θύελλα στα ΜΜΕ. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει η κυβέρνηση λίγο πριν τις Ευρωεκλογές — μια τεράστια κατακραυγή από χιλιάδες πολίτες που θα ξεσκεπάσει το σκάνδαλο.

Ας δημιουργήσουμε λοιπόν ένα τσουνάμι διαμαρτυρίας από κάθε γωνιά της Ελλάδας, για να σταματήσουμε το σχέδιο νόμου πριν φτάσει στη Βουλή. Υπόγραψε το ψήφισμα τώρα και διάδωσέ το στους πάντες!

Το νομοσχέδιο όχι μόνο νομιμοποιεί τις αυθαίρετες επιχειρήσεις που ήδη καταπατούν παράνομα τις παραλίες αλλά μάλιστα επιτρέπει σε εταιρίες να καλύψουν κάθε σπιθαμή δημόσιας παραλίας στην Ελλάδα με ομπρέλες και πλαστικές ξαπλώστρες, να χτίσουν πάνω στο κύμα, ακόμη και να μπαζώσουν τις θάλασσες!

Οι παραλίες της Ελλάδας έχουν επιβιώσει χιλιάδες χρόνια ιστορίας και οι προγονοί μας έδωσαν αγώνες για να μπορούμε να χαιρόμαστε ελεύθερα τους φυσικούς θησαυρούς αυτής της χώρας. Τώρα είναι η δική μας σειρά να ενώσουμε τις φωνές μας για να προστατεύσουμε τη φυσική μας κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει αυτό το έγκλημα είμαστε όλοι εμείς! Υπόγραψε το ψήφισμα τώρα και προώθησε το σε φίλους και γνωστούς.

ΥΠΟΓΡΑΨΕ ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

Ως πολίτες, δηλώνουμε εξοργισμένοι με το σχέδιό σας να ξεπουλήσετε τις παραλίες της χώρας μας σε ιδιώτες. Σας ζητάμε να αποσύρετε αμέσως το σχέδιο νόμου για τον αιγιαλό και την παραλία που νομιμοποιεί αυθαίρετες επιχειρήσεις και επιτρέπει την πλήρη εκμετάλλευση, το χτίσιμο και το μπάζωμα των παραλιών μας από εταιρίες. Έχετε υποχρέωση να σεβαστείτε το Σύνταγμα της χώρας μας το οποίο προστατεύει το δικαίωμα των πολιτών για ελεύθερη πρόσβαση στην ακτή, να προστατεύσετε τον φυσικό πλούτο της Ελλάδας και να τον διατηρήσετε για τις επόμενες γενιές και για το μέλλον του τουρισμού.

https://secure.avaaz.org/el/petition